Ο φιλόσοφος, ο μεγάλος φιλόνικος, ο μαχητής Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1811 στο Ληξούρι. Πέθανε στ' Αργοστόλι, όπου ζούσε με την οικογένειά του, αρκετά χρόνια προς το τέλος της ζωής του. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο τ' Αργοστολιού, στο Δράπανο, του οποίου την Παναγία τη Δραπανιώτισσα επικαλείται ο θεός στη σάτιρά του «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα», απευθυνόμενος στους «πρωτόπλαστους», όταν τους διώχνει από τον παράδεισο: «Μα, μα τη Δραπανιώτισσα, μωρές, Θε να σας διόξω εδώθε. Ας ήναι, φτάνει». Ο μέγιστος της επτανησιακής και «βαρύ πυροβολικό» της νεοελληνικής σάτιρας έζησε πολλά χρόνια με διωγμούς, κατατρεγμούς, εξορίες, φυλακές και αγώνα, υπερασπίζοντας ανυποχώρητα ό,τι ενόμιζε σωστό. Κυνηγημένος βίος Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856). Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη. Οι απόψεις του Λασκαράτου για την ορθοδοξία, αλλά και για την έννοια του θεού γενικότερα, δεν ήταν δυνατό να γίνουν ανεκτές από το τότε κατεστημένο στην Εκκλησία της Κεφαλονιάς, γιατί τάραζαν τα λιμνασμένα νερά της, που στηρίζονταν στην αμάθεια και στα παράγωγά της. Τη θρησκοληψία, τη θαυματολογία, το εμπόριο των προλήψεων, τη φτώχεια και εξαθλίωση του λαού. Γενικά, στην αγυρτία και στην απάτη. Ενας ιδιότυπος δυϊσμός κυριαρχεί στη σκέψη του Λασκαράτου. Στο κεφάλαιο 12, «Θρησκία» (γραφή Λασκαράτου), των «Μ.τ.Κ», γράφει: «Η ψυχή μας λοιπόν είναι συνθεμένη από δύναμες ανθρώπινης φύσεως και δύναμες μιας άλλης ανώτερης φύσης. Η πρώτες μας συγγενέβουνε με τον κόσμο. Η δεύτερες με τη Θεότητα». Και «υπάρχει τω όντι μια ηθική τάξη πραγμάτων, ένας Οικουμενικός Αιώνιος Κόδικας, ο οποίος εμπεριέχει όλες εκείνες τις ηθικές αρετές οπού ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ομολόγησε πάντα και θέλει ομολογήσει». («Απαντα», τόμος 1ος, σελίδες 94-95). Αυτή τη θεότητα ο Λασκαράτος τη θεωρεί κάτι πολύ μεγάλο και υψηλό και νομίζει πως η τρέχουσα τότε χριστιανική εκδοχή της τη μειώνει και την ευτελίζει. Π.χ., όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου για τους Λασκαράτο και Αβλιχο, στο διήγημά του «Ταξίδι στον πλανήτη Δία», ο Λασκαράτος «καβαλάει» σε μια ηλιαχτίδα που περνάει από το χτήμα του στο Ληξούρι και βρίσκεται στο Δία, όπου τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, είναι χίλιες φορές μεγαλύτερα από αυτά της Γης. Οι άνθρωποι του Δία τον παίρνουνε για ανθρωπόμορφο έντομο, για ζωύφιο, τον πιάνουνε με μια τσιμπίδα, τον βάζουνε στη χούφτα τους και τον εξετάζουνε με περιέργεια. Μετά τον βάζουνε πάνω σ' ένα τραπέζι της «Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών του Δία», τον σκεπάζουνε με μια γυάλα, κι επειδή τον είχαν βρει μες στα λάχανα του κήπου, νομίζουνε ότι τα τρώει ωμά και γι' αυτό του βάζουνε και μια ρίζα λάχανου κάτω από τη γυάλα, για να μην ψοφήσει από την πείνα. Συγκαλείται, στη συνέχεια, η Σύγκλητος της Ακαδημίας για να εξετάσουν τα μέλη της το περίεργο ον. Αυτός σκέφτεται να τους μιλήσει «διά την Ηπειροθεσσαλία και πως ελπίζουμε εντός ολίγου να πάρουμε τα Γιάννινα», σατιρίζοντας τις ανθρωποκεντρικές ιδέες και τις θρησκευτικές αντιλήψεις των Χριστιανών περί Θεού. Οταν οι κάτοικοι του Δία ακούνε για την «τριάδα ομοούσιον και αχώριστον», προβάλλουνε την ένσταση του «αριθμητικώς ακατανόητου» και συμπεραίνουνε με επιείκεια: «Μην τα ξεσυνεριζομάσθε τα καημένα, έντομα είναι... πλάθουν εις τον εαυτόν τους έναν Θεό, οποίον η διανοητικές τους δύναμες τους τον επιτρέπουν» («Απαντα», τόμος Β, σελίδες 210-216). Αλλά και στους «Στοχασμούς» (τόμος 2ος, σελίδα 146) γράφει: «Υψωσε την ψυχή σου και την φαντασίαν σου εις τα απειράριθμα ηλιακά συστήματα του απείρου Παντός. Ιδές εις αυτά όλα ενωμένα ένα μόριον της Μεγαλειότητος του Θεού, και στοχάσου ενταυτώ ότι τα χριστιανικά μπαίγνια πιστεύουνε, πως τον θεόν εκείνον τόνε γνοιάζει τι μαγερεύουμε και τι τρώμε, διά να μας ανταμοίψη ή να μας παιδέψη!.. Οποία 'μπαιγνιοσύνη...». Τα «Μ.τ.Κ» οδηγήσανε στον αφορισμό του Λασκαράτου, του βιβλίου του, αλλά και των αναγνωστών του. Οι παπάδες της Κεφαλονιάς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «με όλη την πομπή και παράταξη», εδιάβασαν από τον άμβωνα τον αφορισμό «κατά του πασίγνωστου απονενοημένου και εκ της ευθείας οδού της ορθοδόξου ημών πίστεως δυστυχώς αποπλανησθέντος Ανδρέα Γ. Λασκαράτου». Ο αφορισμός που τύπωσαν και τον εκυκλοφόρησαν καταλήγει ως εξής: «Εάν όμως παρακούσει ταις εκκλησιαστικαίς ταύταις παραινέσεις και μη εις το πυρ δώσει τα παρ' αυτώ σωζόμενα αντίτυπα της παρ' αυτού εκδοθείσης Βίβλου, έχομεν αυτόν αφωρισμένον παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, παρά της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, παρά των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων, έστω τρέμων και στένων επί της γης ως ο Κάιν, κληρονομησάτω τη λέπραν του Γιεζί και την αγχόνην του Ιούδα. Ταύτα μεν, η δε του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος, και η ευχή και η ευλογία της ημών ταπεινότητος είη μετά πάντων ημών». Αλλος ανώνυμος κληρικός έγραφε: «Το βδέλυγμα της ερημώσεως εν Κεφαλληνία ή ο ασεβής Ανδρέας Λασκαράτος», βρίζοντας, επίσης, τον ποιητή με το συνηθισμένο ιερατικό τρόπο. Προοδευτική σάτιρα ενός αντιδραστικού Ο Λασκαράτος στην «Απόκριση εις τον αφορεσμό», γράφει πως «όταν ένας ήθε είναι αφορεσμένος από την Αγία Τριάδα, ήθελ' έχει αρκετά» και όλοι οι άλλοι «ενοχληθήκανε αχρείαστα». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «καταρολόγιο» αυτών των κειμένων. Λίγο πριν πεθάνει ο Λασκαράτος, ο επίσκοπος Κεφαλονιάς Γερ. Δόριζας «λύνει» τον αφορισμό. Ο Λασκαράτος με γράμμα του γιου του Γεράσιμου στον Τύπο («Ζιζάνιο», 12/2/1900 και «Ακρόπολις», 18/3/1900), δηλώνει πως τα «διάφορα μη αληθή» που δημοσιεύτηκαν περί αφορισμού δεν τους αφορούν, «αφού μάλιστα ως γνωστόν ο πατήρ μου εξακολουθεί να έχει τας αυτάς αρχάς και ιδέας, τας οποίας ανέκαθεν είχεν», πως πρόκειται για πρωτοβουλία του αρχιεπισκόπου «προς το συμφέρον της Εκκλησίας» και ότι κάνει αυτήν τη δήλωση με τη συγκατάθεση του πατέρα του, που «ενενηκοντούτης ήδη δεν καταγίνεται πλέον εις το γράφειν». Στη συζήτηση που έγινε, στο συμπόσιο και σε «στρογγυλή τράπεζα», ο Γ. Μεταλληνός υποστήριξε πως ο Λασκαράτος επιδίωξε τον αφορισμό του από την Ι. Σ. «για λόγους διαφήμισης» και πως «αν δεν είχε αφοριστεί δε θα είχε γίνει ευρύτερα γνωστός». Ο Γ. Αλισανδράτος τόνισε το θετικό ρόλο του Λασκαράτου, ιδίως μετά την Ενωση, χτυπώντας σκληρά τη διαφθορά, προπαντός στο πρόσωπο του Δελιγιαννισμού. Ο Σ. Λουκάτος υποστήριξε πως ο Λασκαράτος, ως αριστοκράτης και αντιδραστικός, χτύπησε το λαϊκό κλήρο που ήταν πάντα κοντά στο λαό και τον ενωτικό αγώνα των Επτανησίων, ενώ με τον ανώτερο κλήρο τα είχε καλά. Αναφέρθηκε στο καθεστώς των «κομεστάδων» (από το ιταλικό come sta), που σημαίνει «όπως έχει», «όπως είναι»), που υποστήριζε ο Λασκαράτος. Ο γράφων υποστήριξε την άποψη πως ο Λασκαράτος, παρά τη σύγκρουσή του με την Εκκλησία και τη συμβολή του στο φωτισμό του λαού με την καταγγελία της εκμετάλλευσης της θρησκοληψίας και των προλήψεων, υπήρξε κοινωνικά και πολιτικά αντιδραστικός, έχοντας τοποθετηθεί σταθερά κατά του ριζοσπαστισμού, κατά της Ενωσης, κατά του εκλογικού δικαιώματος και της ελευθεροτυπίας. Γνώμη του γράφοντος είναι πως ο Λασκαράτος ήταν «ξένος» από την εποχή του, πίσω και όχι μπροστά από την εποχή του. Ο ρόλος του υπήρξε ανασταλτικός. Αλλά - σύμφωνα και με την άποψη του Κ. Πορφύρη - σαν δυνατός σατιρικός ποιητής που ήταν «μπόρεσε να βρει τα τρωτά σημεία της επερχόμενης αστικής πραγματικότητας. Κι έδωσε τη γελοιογραφική εικόνα ενός κόσμου, που έκρυβε κιόλας μέσα του την αποσύνθεσή του». Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία, στο Παρίσι και στην Πίζα.Το 1844 πεθαίνει ο πατέρας του και αναλαμβάνει την διαχείριση της περιουσίας. Χτίζει ένα σπίτι στα Ριτσάτα της Παλλικής και προσπαθεί να κάνει σχέσεις με τους ντόπιους και να τους προτείνει νέες καλλιέργειες, όμως τον απορρίπτουν εντελώς. Μετά από αυτό επιστρέφει στο Αργοστόλι και αφοσιώνεται στο γράψιμο.Το 1845 εκδίδει το ποιητικό του έργο με τίτλο "Το Ληξούρι εις τους 1836".Αργότερα πηγαίνοντας στην Αθήνα, θα γνωρίσει την γυναίκα της ζωής του, την Πηνελόπη, κόρη του Δημήτρη Κοργιαλένεια, και ο δεσμός τους θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή. Το 1862 εκδίδει "Οι καταδρομές μου εξαιτίας του Λύχνου" και τα "Μυστήρια της Κεφαλονιάς" με τα οποία θέλει να παρουσιαστεί ως ο κοινωνικό αγωνιστής της πατρίδας του, να καυτηριάσει αυτούς που εκπροσωπούσαν τον Κλήρο και την πολιτική και εκμεταλλευόταν την αμάθεια του λαού. Το βιβλίο αυτό ήταν η αιτία του αφορισμού του από τον επίσκοπο, ο οποίος του ζητά να απαρνηθεί τις ιδέες του, όμως ο Λασκαράτος διακινδυνεύοντας τη ζωή του δεν τα βάζει κάτω.Από τότε έχουν μείνει πολλά ανέκδοτα στη μνήμη των Κεφαλονιτών και τα οποία πιστοποιούν το πόσο έξυπνος και ετοιμόλογος ήταν. Δύο από αυτά τα ανέκδοτα είναι τα εξής: Στη γιορτή του, ένας γείτονάς του για να τον ειρωνευτεί του έστειλε με την υπηρέτριά του το δώρο του, ένα καλάθι γεμάτο κέρατα κριαριού και πάνω είχε μια επιγραφή "Στη γιορτή σου". Βλέποντας αυτό ο Λασκαράτος βγαίνει έξω στον κήπο του και κόβει τα ωραιότερα άνθη και τα βάζει μέσα στο ίδιο καλάθι με την επιγραφή " Απ' ότι έχει ο καθένας δωρίζει" και τα δίνει στην υπηρέτρια και της λέει: "Δώσε αυτά κόρη μου στον κύριό σου". Οταν ο επίσκοπος τον αφόρισε, κάποιος πήγε να τον επισκεφθεί για να του το αναγγείλει και μάλιστα ειρωνικά "Τα έμαθες σιόρ-Ανδρέα, ο επίσκοπος σε αφόρισε" και τότε ο Λασκαράτος του απαντά: "Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα πολύ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώσουνε ποτέ" (πίστευε ότι όποιος αφορισθεί και πεθάνει δε θα λιώσει ποτέ). Πηγαίνοντας στην Ζάκυνθο, όπου και τον περιμένει και άλλος αφορισμός και έτσι αυτοεξορίζεται στο Λονδίνο, όπου και γράφει την "Απόκριση στον αφορισμό" και την εκδίδει το 1868.Επιστρέφει στην Ζάκυνθο και εκδίδει την εφημερίδα "Λύχνος" και μηνύεται για συκοφαντική δυσφήμιση και δικάζεται σε 4μηνιαία φυλάκιση.Η κατάσχεση του "Λύχνου" θα γίνει θα γίνει μετά από την παρουσίαση του σατιρικού του ποιήματος το "Νανάρισμα" το οποίο αναφερόταν στην κούνια του διαδόχου Κωνσταντίνου.Επίσης εκδίδει "Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες" το 1886, "Οι στοχασμοί ή συλλογή σοφών γνωμών εις ελληνικήν και ιταλικήν γλώσσαν", "Αυτοβιογραφία", "Ήθη, έθιμα και δοξασίαι της Κεφαλονιάς" κ.ά.Το 1901 ο Ανδρέας Λασκαράτος θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα, 90 χρονών.Το ηθικό έργο του Λασκαράτου ταυτίστηκε απόλυτα με την γεμάτη ηθική ζωή του και έμεινε για πάντα στην μνήμη μας και στην Λογοτεχνία ως ένας από τους πιο ακέραιους πνευματικούς ανθρώπους. Έγραψε ποιήματα, πεζογραφήματα, πολεμικά βιβλία και φυλλάδια (λιβέλους), τεχνολογικά δοκίμια για τον πεζό και ποιητικό λόγο, και πολλά γράμματα σε τοπικές εφημερίδας. Οι γονείς του, Γεράσιμος - Τυπάλδος Λασκαράτος και Στυλιανή Μάνεση, ανήκαν σε οικογένειες "χρυσοβιβλικές" της Επτανησιακής αριστοκρατίας (Libro d'oro). Δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι ούτε ιδιαίτεροι πλούσιοι - ήταν εύποροι, με κτηματική περιουσία. Ο Ανδρέας ήταν το πρώτο παιδί· ακολουθούσαν τρεις αδελφές και τρεις αδελφοί. Οι εγκύκλιες σπουδές του έγιναν στο Ληξούρι, στο Αργοστόλι και στη σχολή του Νεόφυτου Βάμβα στο Κάστρο, κοντά στο Αργοστόλι. Ως μαθητής ήταν έξυπνος, απείθαρχος και αμελής.Το 1828-1834 έζησε στην Κέρκυρα, κοντά στο θείο του Δημήτριο Δελαδέτσιμα (1782-1844), πολιτικό με κοινωνική λαμπρότητα. Τότε φοίτησε για λίγο στην Ιόνιο Ακαδημία, στο Νομικό Τμήμα. Στην Κέρκυρα επίσης εγνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό (1798-1857). Πήγαινε στο σπίτι του, του έδειχνε τα στιχουργικά του δοκίμια και άκουε τις παρατηρήσεις του. 1834-1836, μικροϋπάλληλος στο Αργοστόλι. 1836-1837, νομικές σπουδές στο Παρίσι, κατ' απαίτηση του πατέρα του· ο ίδιος ήθελε να γίνει γιατρός· 1837-1839, νομικές σπουδές στην Πίζα, όπου πήρε και το δίπλωμά του. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στο Ληξούρι και προσπάθησε να κάμει τον δικηγόρο, αλλά αισθανόταν αποστροφή προς το επάγγελμα, και το 1843 παραιτήθηκε. Το 1846 παντρεύεται την Πηνελόπη Κοργιαλένια, κόρη του Δημητρίου Κοργιαλένια (1775-1861), μεγαλέμπορου στο Λιβόρνο, που του έγινε πολύτιμος σύντροφος και αργότεροι του συμπαραστάθηκε σε όλες τις τρικυμίες της ζωής του. Απόκτησαν εννιά παιδιά, επτά κόρες και δύο γιους - βιβλική οικογένεια, αλλά με οικονομικές δυσκολίες.Το 1854 εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, όπου και θα ζήσει σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του. Τον Φεβρουάριο του 1856 εκδίδονται τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς ή Σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά, το μοιραίο βιβλίο της ζωής και της σταδιοδρομίας του. Η πολεμική του κατά της Εκκλησίας και των Ριζοσπαστών της Επτανήσου ήταν αμείλικτη - και αμέσως προκάλεσε σκάνδαλο. Ακολούθησε αφορισμός του μητροπολίτη Κεφαλληνίας Σπυρίδωνος Κοντομίχαλου και χυδαιότητες του φανατισμένου πλήθους. Φυγή στη Ζάκυνθο, νέος αφορισμός και τέλος φυγή στο Λονδίνο. Επιστροφή στη Ζάκυνθο τον Ιανουάριο του 1857. Στις 5 Μαΐου 1859 αρχίζει την έκδοση μιας μικρής οικογενειακής εφημερίδας, που την ονόμασε συμβολικά "Λύχνο", γιατί τη θεωρούσε όργανο που θα βοηθούσε στην ανάπλαση της κοινωνίας! Η έκδοση του "Λύχνου" του προκαλεί νέες περιπέτειες: το 1860 έρχεται σε σύγκρουση με τον αρχηγό των νέων Ριζοσπαστών Κωνσταντίνο Λομβάρδο (1820-1888) και καταδικάζεται σε φυλάκιση. Το 1862/1863 εκδίδει τις Καταδρομές εξαιτίας του Λύχνου. Το 1864 γίνεται η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την Ένωση ως τους Χαραχτήρες (1864-1886), ο Λασκαράτος παρουσίασε συγγραφική ευφορία. (Τους τίτλους των έργων της περιόδου αυτής βλ. παρακάτω). Στο τέλος του 1886 εκδίδεται το Ιδού ο άνθρωπος. Ανθρώπινοι χαραχτήρες ή Ο άνθρωπος. Είναι το τελευταίο του βιβλίο. Ύστερα από αυτό ακολουθούν δημοσιεύματα μόνο στις εφημερίδες, κυρίως τις τοπικές, συνήθως για μικροζητήματα, που ποτέ δεν έπαυσαν να τον απασχολούν. Το 1899 ο φωτισμένος ιεράρχης της Κεφαλονιάς Γεράσιμος Δόριζας (1851-1901), φίλος και θαυμαστής του, θα ζητήσει από τη Σύνοδο την άρση του αφορισμού του, πράγμα που θα γίνει στις 19 Ιανουαρίου του 1900. Τη νύχτα της 23 προς 24 Ιουλίου του 1901 ήρθε γαλήνια το τέλος. Έτσι, ο πρώην απόβλητος της Εκκλησίας θα κηδευτεί με όλες τις τιμές - και με πανελλήνια αναγνώριση.Ο φυσικός προικισμός του Λασκαράτου σε νοημοσύνη αναμφισβήτητα ήταν έξοχος. Υπήρξε πνεύμα οξύ, παρατηρητικό, ανήσυχο και σπινθηροβόλο, με σατιρική διάθεση και σαρκαστική επιθετικότητα, πραγματιστής που διέπεται από βαθύτατον ορθολογισμό. Εξάλλου, ήταν τύπος νευρικός, εριστικός και πεισματάρης, με συνεχείς παρορμήσεις για κοινωνική αναγνώριση. Τις ιδέες του τις υποστήριζε με πάθος και φανατισμό. Έτσι, γινόταν ιδιότροπος, μαχητικός και "φιλόνικος". (Το τελευταίο το αναγνωρίζει και ο ίδιος στους Χαραχτήρες του). Η καταγωγή του και η κοινωνική του θέση του δημιούργησαν συνείδηση αριστοκρατική. Οι σπουδές του στην Ευρώπη του έδωσαν, εκτός των άλλων, και διδάγματα δημοκρατικά και φιλελεύθερα. Έζησε μέσα στο κλίμα του γαλλικού Διαφωτισμού και δέχτηκε την επίδραση του φιλοσοφικού ορθολογισμού. Ρουσώ, Μοντεσκιέ, Βολτέρος, Κοντορσέ κ.τ.λ., θα γίνουν οι πνευματικοί του πατέρες και σύντροφοι. Ο θρησκετικός φιλελευθερισμός και το πνεύμα της Μεταρρύθμισης θα του ενισχύσουν τις αντικληρικές διαθέσεις που είχε πάντοτε. Αυτές θα αποτελέσουν τη σπονδυλική στήλη των στοχασμών του και θα κατευθύνουν τη θρησκευτική του συνείδηση. Αλλά τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κηρύγματα του Διαφωτισμού δεν βρήκαν βαθύτερη απήχηση στην ψυχή του νεαρού αρχοντομαθημένου. Στα κοινωνικά και τα πολιτικά προβλήματα ο πανέξυπνος Λασκαράτος θα μείνει συντηρητικός και αντιδραστικός, ουσιαστικά δέσμιος στην ιδεολογία της κοινωνικής του τάξης. Και όμως, δεν συμμερίζεται παντού την ιδεολογία των "χρυσοβιβλικών'". Με την επίδραση της "Ευρώπης" θα κάμει αρκετά βήματα προς τον αστισμό, αλλά δεν θα ολοκληρώσει τη μετάβαση. Και αυτό θα του δημιουργήσει ψυχικό διχασμό: δεν θα είναι ούτε "άρχοντας", ούτε - "αστός" θα μείνει ανεδαφικός, ανικανοποίητος και αντιφατικός.Έτσι, γίνεται δισυπόστατος· φιλελεύθερος, ανανεωτικός, προοδευτικός και θαρραλέος στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και απέναντι στην Εκκλησία (αν και σε πολλά σημεία υπερβολικός)· συντηρητικός, αντιδραστικός και μυωπικός στην κοινωνική και πολιτική του ιδεολογία και τοποθέτηση. Γεννήθηκε άρχοντας της Επτανησιακής αριστοκρατίας και έζησε με την ψυχολογία του άρχοντα. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856) - που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της ιδεολογίας του, οριστική και ανεξέλικτη - για να καταλάβει τη νοοτροπία του. Πολέμησε τον φιλελευθερισμό και τον Ριζοσπαστισμό της Επτανήσου με το σχήμα της "αγυρτείας" και της "πλάνης". Δέχεται την Αγγλική "Προστασία" και θέλει μόνο ορισμένες μεταρρυθμίσεις ηθικού περιεχομένου. Και η οικογένεια που προβάλλει στα Οικογενειακά είναι μια αρχοντική, όχι λαϊκή ούτε αστική οικογένεια. Και αργότερα η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα δεν τον ενθουσίασε. Είναι όμως προς τιμήν του ότι σιγά - σιγά παραδέχτηκε τα νεώτερα σχήματα της κοινωνικής μεταβολής. Στα χρόνια του Τρικούπη, τότε που γίνεται βαθύτερος κοινωνικός μετασχηματισμός στη χώρα, ζει και ενστερνίζεται το ανανεωτικό πνεύμα της εποχής. Είναι ένθερμος οπαδός του Τρικούπη, συγκρατημένα προοδευτικός, και άσπονδος εχθρός της φαυλοκρατίας και της κομματικής διαφθοράς - και του Δεληγιάννη που την εκπροσωπούσε. Πρέπει όμως να προσθέσω ότι σε όλη τη μακρά και αγωνιστική ζωή του δεν του έλειψε, η ειλικρίνεια και η πνευματική εντιμότητα. Είναι θαυμαστή η συνέπεια, το θάρρος και η ψυχική αντοχή που έδειξε σε όλες τις - πολλές - περιπέτειες του βίου του. Ευτυχώς, η κοινωνική του τοποθέτηση δεν τον εμπόδισε να δεχτεί την επίδραση της λαϊκής θυμοσοφίας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα τον εμπνέει δημιουργικά και του καλλιεργεί τη σατιρική προδιάθεση: εκμεταλλεύεται το λαϊκό πνεύμα και εντάσσει στα κείμενά του δίστιχα και παροιμίες, ανέκδοτα και μύθους, που είναι και αυτά, όπως και ο ίδιος, πανέξυπνα και δροσερά. Εξάλλου, η μεγάλη παράδοση της Επτανησιακής παμφλετογραφίας μετά την ελευθεροτυπία του 1848 - 1849 θα του προσφέρει το άνετο κλίμα, εκείνο που του πήγαινε πιο πολύ, για να δώσει διέξοδο στους στοχασμούς και τις εκρήξεις του, στον σαρκασμό και την ειρωνεία του - για να κορέσει με ένα λόγο το πάθος της δημοσιότητας που είχε. Επίσης η Επτανησιακή πνευματική παράδοση - Σοφιανός, Μηνιάτης, Δαμοδός, Σολωμός, Τερτσέτης, Τυπάλδος, Βαλαωρίτης, Κονεμένος κ.ά.- είτε ως μελέτη είτε ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα (ασφαλώς και η Κρητική λογοτεχνία, το έργο του Βηλαρά και του Χριστόπουλου και οι σπουδές του στο εξωτερικό), του έδωσαν το μεγάλο δίδαγμα για την ανάγκη της εθνικής γλώσσας. Ο Λασκαράτος επίστεψε στην ανάγκη της δημοτικής με συνέπεια και πάθος αμετακίνητο· την συνδέει αναπόσπαστα με το έθνος και θεωρεί τον "λογιοτατισμό" μέγιστο εμπόδιο στην εθνική πρόοδο, ούτε λίγο ούτε πολύ εθνική προδοσία. Βέβαια, η δημοτική που γράφει δεν είναι ούτε λαμπρή ούτε καθαρή: έχει ιδιορρυθμίες λεξιλογικές, γραμματικές, συντακτικές, τοπικούς ιδιωματισμού κ.ά., και φυσικά δεν μας ικανοποιεί. Αλλά οι δύο μελέτες που δημοσίευσε για τη γλώσσα (1884 και 1885) είναι ζωντανές, πειστικές και πολύ ενδιαφέρουσες.Εκεί που η επτανησιακή παράδοση, με τη λαμπρή ποίησή της λ.χ., δεν είχε καμιά επίδραση στην ψυχή και το έργο του, είναι ο λυρισμός και η Ορθοδοξία: ο πρώτος του ήταν άγνωστος, και από τη δεύτερη απομακρύνθηκε. Δεν ήταν καθόλου άθεος. Κατέχεται από θρησκευτικό συναίσθημα, θα έλεγα, βαθύτατο. Είναι οπαδός της θρησκείας του Χριστού, αλλά με τρόπο ορθολογικό και φιλελεύθερο: δεν έχει μεταφυσικές ανησυχίες· ερμηνεύει τον χριστιανισμό ως θρησκεία της αρετής και αρνείται όλες τις εκδηλώσεις της λατρείας· πιστεύει δηλαδή σε μια "λογική" θρησκεία, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την ηθική του ευδαιμονία. Η "μυστική" πνευματικότητα της Ορθοδοξίας τον άφησε εντελώς ασυγκίνητο, ακριβώς γιατί του έλειπε ο συναισθηματικός κραδασμός.Αλλά η στάση της Εκκλησίας απέναντί του υπήρξε βάναυση, παράνομη και άστοχη. Δεν ανέχτηκε η Εκκλησία τις θρησκευτικές απόψεις ή έστω παρεκκλίσεις των Μυστηρίων της Κεφαλονιάς και προχώρησε σε πράξη ανεπίτρεπτη, τον μοιραίο εκείνον αφορισμό του 1856. Αλλά η πράξη αυτή (όσο και αν οι αφορισμοί ήταν κάτι το συνηθισμένο για κοινά αδικήματα τότε) δεν είχε νομικό και ηθικό έρεισμα και, αντίθετα με τον σκοπό στον οποίον απέβλεπε, προκάλεσε κοινωνική αναστάτωση και ταραχή. Ο αφορισμός δηλαδή εκείνος λειτούργησε ως πράξη ανελεύθερη και βάρβαρη και τη μεν Εκκλησία την εξέθεσε ως αφόρητα καθυστερημένη, ενώ τον Λασκαράτο όχι μόνο δεν τον έθιξε, αλλά τον μυθοποίησε και εν πολλοίς τον δικαίωσε.Τα κύρια χαρακτηριστικά της πνευματικής προσωπικότητας του Λασκαράτου είναι από το ένα μέρος ο στοχασμός και η σάτιρα, και από το άλλο η μαχητικότητα, το θάρρος και η εντιμότητα. Ο στοχασμός του έχει ως μόνιμο και καυτό θέμα τον άνθρωπο και την αρετή. Αυτήν την αδιαίρετη αρετή την αναζητεί - και την απαιτεί- σε όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις: στην οικογένεια, την κοινωνία, τη θρησκεία και την πολιτική. Και στο σημείο αυτό είναι πουριτανός και ανυποχώρητος. Η σάτιρα βοηθεί τον στοχασμό του· ή καλύτερα: στοχασμός και σάτιρα συναιρούνται σε ηθικολογία. Πιστεύει πως "ο σατυριστής είναι κατ' εξοχήν ηθικολόγος", "ηθικός εισαγγελέας" και "ευεργέτης της κοινωνίας" (Οποίος ο σατυριστής). Και τέτοιον ακριβώς θεωρεί τον εαυτό του! Δεν έχει μεγάλες συγγραφικές ικανότητες, έχει όμως μυαλό κοφτερό, πεντακάθαρη σκέψη, ευφυέστατα" ευρήματα και πολύ ζωντανό και ευχάριστο λόγο, παρά την κακοτράχαλη δημοτική του, με τα πολλά ιδιωματικά και ιδιόρρυθμα στοιχεία του.Το πεζογραφικό του έργο έχει ηθικολογικό, διδακτικό και αρετολογικό χαρακτήρα. Στα περισσότερα κείμενά του είναι μάλλον απόστολος και δημοσιολόγος παρά λογοτέχνης. Έργο καθαρά λογοτεχνικό - δημιούργημα μυθοπλαστικής φαντασίας - ίσως δεν έχει γράψει κανένα. Παντού κυριαρχεί ο ηθικός στοχασμός, η έννοια της αρετής και ο μαχητικός συλλογισμός. Τα περίφημα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856) - η πέτρα του σκανδάλου για τον αφορισμό του και τη φήμη του - έχουν υπότιτλο Σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά. Η εφημεριδούλα του "Ο Λύχνος" (1859 κ.ε.), οι Καταδρομές του εξαιτίας του Λύχνου (1862/1863), η περίφημη Απόκριση εις τον αφορεσμόν του Κλήρου της Κεφαλονιάς των 1856 (1867/1868), η Δίκη του με τη Σύνοδο (1869) κ.ά. είναι έργα πολεμικής - η Απόκριση εις τον αφορεσμόν ασφαλώς από τα καλύτερα του είδους του, βιβλίο καταλυτικό και ρωμαλέο. Η Στιχουργική της Γραικικής γλώσσης (1865), το Δοκίμιον ποιητικής (1877) και η Τέχνη του δημηγορείν και συγγράφειν (1878, έκδ. 1954) είναι τεχνολογικά δοκίμια για την πεζογραφία και την ποίηση. Η Αυτοβιογραφία του - ιταλικά γραμμένη (1863-1898) - είναι μαρτυρία μιας εποχής, ασφαλώς πολύτιμη, αλλά όχι βέβαια έργο φαντασίας. Οι Στοχασμοί του (έκδ. 1921) είναι μια συλλογή επιγραμματικών σκέψεων, που μας δείχνουν τα πράγματα που εκίνησαν το ενδιαφέρον του, τις ιδέες που τον ενέπνευσαν και τη στάση που ετήρησε στη ζωή του.Οι Χαραχτήρες του (Ιδού ο άνθρωπος, 1886), έργο σοφό, γραμμένο με πολλή κοινωνική παρατήρηση και εμπειρία, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον από την άποψη της χαρακτηρολογίας, και τον φέρνουν πολύ κοντά στον Θεόφραστο, τον Λα Μπρυγέρ, τον Μοντεσκιέ και τους άλλους χαρακτηρογράφους. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι το έργο αυτό πλησιάζει προς τη λογοτεχνία. Αλλά και εδώ κυριαρχεί η σκέψη και η αρετολογία του και γι' αυτό το παραλληλίζω με τους Στοχασμούς του. Λογοτεχνικό έργο είναι μάλλον τα Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς (έκδ. 1924). Αλλά κι αυτά, παρ' όλο που έχουν αρκετή φαντασία και κάποτε νόστιμη σάτιρα, δεν έχουν ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία. Είναι ευτράπελες διηγήσεις, σαν μακρόσυρτα παραμύθια, όπου μεταφέρονται αυτούσιες οι ιδέες του για τη θρησκεία, την κοινωνία και την πολιτική (όχι πια την πολιτική του Επτανησιακού Ριζοσπαστισμού, αλλά της κομματικής φαυλότητας και διαφθοράς του ελληνικού κράτους). Η ποίησή του είναι το πιο γνωστό μέρος του έργου του -μετά τον αφορισμό του -, αυτό που έχει φθάσει περισσότερο στο ευρύτερο κοινό. Ασφαλώς, στα Στιχουργήματα διάφορα (1872) έχει συμπεριλάβει τους καλύτερους στίχους του. Τα ανέκδοτα ποιήματά του, που δημοσιεύτηκαν στον τρίτο τόμο των Απάντων του (1959), εκτός από το φιλολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, δεν προσθέτουν καινούργια πράγματα στην ήδη γνωστή ποιητική δημιουργία του. Μερικοί στίχοι του έχουν μείνει παροιμιακοί, ιδίως στην Κεφαλονιά: "'Οντις έπλασε ο θεός την Οικουμένη,/ το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους" κ.λ.π. Αλλά η ποιητική προσφορά του Λασκαράτου είναι περιορισμένων διαστάσεων. Ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση των δυνάμεών του, και με την ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε, ομολογεί την αδυναμία του πρώτα με τον τίτλο της συλλογής του: Στιχουργήματα, όχι Ποιήματα· ύστερα με το τέλος του προλόγου του στην ημιτελή Βάρκα - Κανονιέρα. Δεν μπόρεσε, λέει, να την συνεχίσει: "Επιθύμησα πάντα ν' ανεβώ εις τον Παρνασσό και πάντα μισοστρατίς ο ανήφορος μ' εβάρυνε κι εγύρισα οπίσω. Δεν είχα τα φτερά του φίλου μου του Βαλαωρίτη".Πολλά όμως ποιήματά του, ιδίως τα σατιρικά, έχουν ιδιαίτερο θέλγητρο και διαβάζονται με άνεση και πολύ ενδιαφέρον. Οι σατιρικές γελοιογραφίες και οι παρωδίες του είναι μοναδικές στη νεοελληνική ποίηση. Το σπινθηροβόλο και δηκτικό πνεύμα του αστράφτει πραγματικά στο Ληξούρι εις τους 1836, στο Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα, στα σονέτα Εις τον Έρωτα, Η Δευτέρα Παρουσία, Στην εικόνα μου, στο Συχαριάσματα εις γενέθλια γαϊδάρου, στην τρισχαριτωμένη εκείνη παρωδία Καυγάς μεταξύ Αγαμέμνονος και Αχιλλέας, με τους αμίμητους αναχρονισμούς του, και σε άλλα πολλά. Ακόμη και η αθυροστομία του δεν μας ενοχλεί: Το λαϊνάκι κ.ά. Γενικά όμως η αρετολογία, ο διδακτισμός και το αντικληρικό πνεύμα κυριαρχούν σε πάρα πολλούς στίχους του. Υπάρχουν όμως και λυρικές στιγμές που μας αναπαύουν, όπως λ.χ. το σονέτο που έγραψε για τη γυναίκα του, Εις Λονδίνον το 1851. Εξάλλου, η μορφική τελειότητα των στίχων του είναι άψογη, ιδίως στον ενδεκασύλλαβο, στον οποίο είχε ασκηθεί πολύ από τη μακρά αναστροφή του με την Ιταλική ποίηση και στιχουργία. Απόσπασμα από το έργο του «Όνειρο»: Ήτανε να ξημερώσει Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως απέθανα. Επέθανα, και ως στρίψη ματιού ευρέθηκα εις τον άλλον κόσμο. Εκεί ως από ενστίγματος, έτρεξα ευθύς για τον Παράδεισο κι έλαβα την τόσον καλήν τύχη να φθάσω εις την στιγμή που ο Θεός έβγαινε να πάη περίπατο. Μιλιούνιοι Άγιοι τον επεριστοιχούσανε βαστώνες αγγελούδια λάτινα, σαν εκείνα των εκκλησιών, κι εγώ εστοχάσθηκα να ωφεληθώ από εκείνην την αναστάτωση, από εκείνη την σκοτούρα, δια να έμβω λαθρεμπορικώς πως εις τον Παράδεισο, αποφεύγοντας τελωνειακάς έρευνας, σαν όπου κι εγώ είχα κάτι να κρύψω. Άνατρεχα λοιπόν τον χείμαρρον των Αγίων, ανοίγοντας το δρόμο μου με τα δυο μου χέρια, όταν ο Άη Πέτρος, ο ακοίμητος εκείνος θυρωρός των Ουρανίων Αναχτόρων, με αρπάζει από το λαιμοδέτη, και «Στάσου, λέει, ανάξια κολασμένη ψυχή!» «Άγιε, του είπα εγώ, γιατί με πιάνεις από το κολέτο, σαν να ήμουνα κλέφτης;» «Σώπα, λέει, μπερ&-μα δεν το τελείωσε- φεύγα εδώθε και πήγαινε στο πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον δια όσους ξεσκεπάζετε τα& τα& τα& των ευσωβών ιερέων μας.» Εγώ, για μία στιγμή ετρόμαξα επειδή τα μάτια του Αγίου ερρίχνανε φωτιές από το θυμό του, και τα γένεια του ετρέμανε κι επέτα σπίθες σάλια από το στόμα του! Μα έπειτα κάνοντας δύναμη στον εαυτό μου, έτρεξα κι εσταμάτησα τον Θεόν, κι έπεσα στα πόδια του, και γονυπετής του είπα- «Θεέ Πατέρα, λάβε ευσπλαχνία δι εμέ, και διόρισε του αγίου θυρωρού σου να με αφήση να έμβω εις την αιώνιαν χαράν και αγαλλίασην». Μα τότε και ο Άη-Πέτρος -«Παναγιώτατε, του λέει, τούτος είναι καταδικασμένος από τους αντιπροσώπους σου πληρεξούσιους παπάδες εις το πυρ το εξώτερον.» «Α! λέει ο Θεός, τότε, παιδί μου, δεν μπορώ να σου κάμω τίποτα!» «Μα! είπα πάλι εγώ, Θεέ Πατέρα, κάμε έλεος!» Και ο καλός Θεός, στρεφόμενος τότε προς τον μονογενή του υιόν- «Εσύ, λέει, που στάθηκες εκεί κάτου και γνωρίζεις τούτα καλήτερά μου, ιδές περί τίνος πρόκειται». Με τούτο τράβηξε το δρόμο του. Έτσι ο Χριστός εμεινε με εμέ, και, με τη συνηθισμένη του καλοσύνη, μ' εχάϊδεψε. Μα τότες ο Άη-Πέτρος έβγαλε μέσ' απ' τα ράσα του το αφοροχάρτι των 1856, και «Διάβασε, λέει του Χριστού, διάβασε, Υπερένδοξε Διάδοχε. Και πες αν ετούτος ο άνρθωπος ημπορή να έμπη στον Παράδεισό μας». Ο Χριστός επήρε το αφοροχάρτι, το εφυλολόησε, και στραφείς προς εμέ- «Μα τι τους έκαμες, μου είπε, που σε αφορήσανε;» «Ω γλυκήτατέ μου Ιησού! του είπα εγώ, με αφορέσανε, επειδή του έλεγξα τις ανοσιουργίες τους. Πρέπει να ξέρης , Ιησού μου, ότι η θρησκεία την οποίαν εδίδαξες εις τον Κόσμο, δεν υπάρχει πλέον εκέι κάτου. Επειδή από καιρό σε καιρό, και από λίγο σε λίγο, την άλλαξαν όλην, ώστε τώρα δεν έμεινε παρά το όνομά σου απάνου σε μια σωρεία θρησκευτικών εθίμων, όπου τα λένε θρησκεία σου. Μια τέτοια θρησκοκιβδήλωση, φυσικώ τω λόγω, μακράν από του να φέρνη την ηθικοποίησην του ατόμου, σκοπός τούτος της θρησκείας σου, διαφθείρει εξεναντίας, και αποχτηνώνει τα πλήθη. Οι δε παπάδες, αδιαφορώντες εις το εξαγόμενον τούτο, μετέρχονται την παπαδοσύνη τους ως έργον για να ζήσουνε και φυσικώ τω λόγω εξαγριώνονται εναντίον εις όποιον προσπαθήση να ανοίξη τα μάτια των οπαδών τους. Έτσι, η εξάλειψη της θρησκείας σου από τον Κόσμο μας είναι, Ιησού μου, τώρα πλέον fait accompli». «Μου το παν κι άλλοι, λέει, μου το παν κι άλλοι!»& «Έτσι, εγώ επανέλαβα, κάποιες από τις καταχρησές τους τες εστηλίτεψα σ' ένα μου βιβλίον, όπου για τούτο το ονόμασα Μυστήρια της Κεφαλονιάς. Αλλά εκείνου σαν ειδώθηκαν ξεφαυλισμένοι εμπρός εις το ποίμνιόν τους, ελυσσιάξανε, Χριστέ μου, επαραφρονήσανε, και με αφορέσανε με όλην την πομπήν και παράταξην από την Εκκλησία τους». Ο Χριστός δεν ηθέλησε να ακούση περισσότερο. Εκούνησε λυπημένος του κεφάλι του, και, ξαναλέγοντας πάντα: «Μου το παν κι άλλοι, μου το παν κι άλλοι» έστρεψε προς τον Άη-Πέτρο και «Άσ' τονε, λέει, να εμπή και βάλ' τονε σε μια αγκωνή να μην φαίνεται.» «Αδύνατο, Χριστέ μου, αδύνατο!- είπεν ο άγριος εκείνος Κέρβερος. Κλονίζεται η πίστη, αν τούτο γίνη. Ενθυμίσου ότι συ αυτός έδωσες εις τους παπάδες την εξουσία να λυούν και να δένουνε, και υποσχέθηκες να εχτελής εις τον Ουρανόν ό,τι και όπως εκείνοι διορίσουνε στη Γη.» «Corpo di Bacco! είπε τότες ο Χριστός φράγκικα. Ας είναι. Στείλε τονε λοιπόν εις την Κόλαση. Μα δώσε του και δυο γραμμές ένα συστατικό στον Εωσφόρο, για να μη σκληραγωγήση απάνου του». Είπε κι έφυγε. Εγώ έμεινα με τον Άη-Πέτρο, όστις έβγαλε κομμάτι χαρτί, και ακουμπώντας απάνου στο γόνα του, έγραψε συστατικό, μου το εγχείρισε, και τότε μια ακαταμάχητη βία με έσπρωξε στην Κόλαση. Το εσωτερικόν της Κολάσεως ήτον φοβερόν και επιβλητικό. Ο Μέγας Εωοσφόρος , καθισμένος εις ένα ξάγναντο με τους αξιωματικούς του Αρχιδιαόλους δεξιά-ζερβιάθε, υψωνότουνε ανάμεσά τους σα βράχος. Εμπρός σε τούτους εκυλιόντανε πλήθος Διαολάκια έτοιμα για θέλημα. Η αόρατη βία που με έσπρωξε εκεί μέσα εξακολούθησε να με σπρώχνη, και με έφερε στους πόδας του Μεγάλου εκείνου Κυριάρχου της Κολάσεως. Όταν με είδε κοντά του, αναγλύφτηκε, καθώς ήθελε να κάμει λύκος, για να αρπάξη αρνάκι! Αλλ' όταν του επαρουσίασα το συστατικό του Άη-Πέτρου, έτριξε τα δόντια του από τη λύσσα του! Εσείστηκε η Κόλαση σ' εκείνο το τρίξιμο, και ο Άη-Πέτρος έκαμε το σταυρό του. Μου έδωσε μια φρικώδη στραβοματιά, και «εχθρέ, λέει, του Διαβόλου και της Κολάσεως! Εγώ επάντεχα να σε γδάρω με πυροβολόπετρα. Καθώς ο Νικολάκης ήθελε να γδάρη το φίλο μου τον παπά Μαντσαβίνο. Και όμως υποχρεούμαι να σε ξενίσω κι εσέ, καθώς κάνω και εις τους φίλους μου. επειδή έτσι θέλει ο Αφέντης μου». Ένευσ' έπειτα σ' ένα Διαολάκι κι εκείνο κυλισμένο, μ' έσυρε ενεργώντας απάνου μου μίαν έλξη σαν εκείνη του μαγνήτη, επιβλητική και άφευχτη. Έτσι δεν αργήσαμε να φθάσωμε σε μία μεγάλη πόρτα, η οποία μας ανοίχθηκε αυτομάτως ευθύς εις το φθάσιμό μας. Αλλά οποία τότε η έκπληξή μου, όταν ευρέθηκα μεταξύ των Ιερέων, Αρχιερέων και Πατριαρχών.