Στις 30 Ιανουαρίου η του Χριστού Εκκλησία τιμά περίλαμπρα, πέρα από τις ξεχωριστές τους εορτές, τους τρεις Ιεράρχες από κοινού: τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τα πάγχρυσα στόματα του ελληνικού και χριστιανικού λόγου που κατά τον υμνογράφο τους κατήρδευσαν όλη την οικουμένη με νάματα θεογνωσίας. Η ελληνική σχολική παιδεία εορτάζει την οικουμενικότητα της διδασκαλίας τους και η ορθόδοξη εκκλησία πανηγυρίζει την αγιότητα τους. Και έτσι για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως ο συνδυασμός ορθοδοξίας και ελληνισμού είναι και παραμένει αδιάσπαστος μέχρι σήμερα.
Η εκκλησία μας πανηγυρίζει ξεχωριστά κάθε ιεράρχη το μήνα Ιανουάριο και συγκεκριμένα τον Άγιο Βασίλειο την 1η Ιανουαρίου, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο στις 25 Ιανουαρίου και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο στις 13 Νοεμβρίου και στις 30 του Γενάρη. Ποια όμως άραγε να ήταν η αιτία του κοινού εορτασμού τους στις 30 του Ιανουαρίου και πότε και γιατί η σημερινή ημέρα καθιερώθηκε ως επίσημη σχολική εορτή; Η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών έχει θεσπιστεί από τον 12ο αιώνα στα βυζαντινά χρόνια, γύρω στο 1100 στους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος διαδέχτηκε στην εξουσία τον Νικηφόρο τον Γ΄ τον Βοτανειάτη. Την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στους λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντας τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία, αφού με τις ομιλίες του «ετράνωσε», ερεύνησε δηλαδή την φύση των όντων. Άλλοι τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο επειδή ήταν πιο συγκαταβατικός στις διδασκαλίες του, οι οποίες περιείχαν ωραία και σαφή νοήματα και σκέψεις και με τους μελίρρυτος λόγους του και με τη ρητορική του δεινότητα προσέλκυε τους ανθρώπους στη μετάνοια. Και άλλοι τέλος τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τούτο γιατί όπως έλεγαν με την κομψή και ποικιλμένη φράση του, τους βαθυστόχαστους λόγους του και το γοητευτικό και πλούσιο λεξιλόγιο του υπερέβη όλους τους εκείνους τους ξακουστούς για την ελληνική παιδεία και φιλοσοφική συγκρότηση και όλους τους διακρινόμενους για την εκκλησιαστική παιδεία και θεολογική κατάρτιση.
Η Φιλονικία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες, ανάλογα με τον πιο ιεράρχη τιμούσαν. Οι τρεις όμως φωστήρες οι οποίοι αγωνίστηκαν και έκαναν πράξη τον Ευαγγελικό λόγο «ο ποιήσας και διδάξας ούτος μέγας κληθήσεται» δεν άφησαν την φιλονικία αυτή να διαιρεί τα πλήθη και παρουσιάστηκαν πρώτα ένας ένας και μετά και οι τρεις μαζί στον επίσκοπο Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα την ώρα που ερμήνευε ιερά κείμενα και του είπαν να δώσει εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν την έριδα που διασπούσε την ενότητα και την αγάπη των χριστιανών και να πάψουν να ερίζουν γι’ αυτούς γιατί όσο εκείνοι ζούσαν επί γης φρόντιζαν για την ειρήνη και την ομόνοια του κόσμου και να ορίσει μια ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη τους. Ύστερα από το θαυμαστό εκείνο γεγονός ο Άγιος Ιωάννης ο επίσκοπος Ευχαΐτων έπραξε σύμφωνα με τα όσα ζητήθηκαν. Επέβαλε την ηρεμία και τη γαλήνη στους ερίζοντες και φιλονικούντες χριστιανούς και εισήγαγε με σύνεση στις 30 Ιανουαρίου στην εκκλησία την εορτή των τριών Ιεραρχών, ώστε προτυπώνοντας τους τρεις τούτους μεγάλους πατέρες και οικουμενικούς διδασκάλους ως τους κατεξοχήν υπερμάχους του τριαδικού δόγματος, να εορτάζονται από κοινού και να δοξάζεται ο Θεός.
Έτσι λοιπόν τελείωσε η έριδα αυτή και έπειτα από εφτά περίπου αιώνες και ενώ η πατρίδα μας βρίσκονταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό, οι πρόγονοι μας καθιέρωσαν τη 30η Ιανουαρίου ως ημέρα των ελληνικών γραμμάτων, της παιδείας και ως σχολική εορτή τιμώντας έτσι την αγιοσύνη των τριών πατέρων της εκκλησίας και συγγραφέων, την ιεραποστολική τους δράση, την ευρυμάθεια τους, το ανεπανάληπτο δογματικό τους έργο και την οικουμενικότητα που πηγάζει από τη ζωή τους: την επίτευξη δηλαδή του συγκερασμού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη.
Την εισήγηση για την καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως επίσημης σχολικής εορτής την έκανε στο νέο ελληνικό κράτος, όσο και αν σας φανεί παράξενο στο άκουσμα του, ένας Κεφαλλονίτης ένας Ληξουριώτης ο οποίος το 1842 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ο πρώτος σχολάρχης της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος Τυπάλδος Ιακωβάτος, ο οποίος μέχρι σήμερα κοιμάται τον αιώνιο ύπνο δίπλα στον ιερό ναό του πολιούχου της πόλης μας του Αγίου Χαραλάμπους. Το έτος αυτό λοιπόν η πανεπιστημιακή Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε για πρώτη φορά την εορτή των τριών ιεραρχών ως ημέρα της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων και το 1844 το νεοσύστατο ελληνικό κράτος άκουσε την πρόταση του σοφού Κεφαλλονίτη (Ληξουριώτη) ιεράρχη και καθιέρωσε ως επίσημη σχολική εορτή τη μέρα αυτή εκφράζοντας και την από αιώνων παράδοση του γένους.
Μελετώντας προσεκτικά την πορεία και τη δράση των τριών ιεραρχών στον κόσμο αλλά και το ογκώδες τους έργο διαπιστώνουμε ότι πράγματι η εποχή τους υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του χριστιανισμού διότι αυτή την εποχή οι τρεις οικουμενικοί διδάσκαλοι διατυπώνουν και θεμελιώνουν καθοριστικά την θεολογική επιστήμη, τη διδασκαλία της εκκλησίας για όλους τους μετέπειτα αιώνες. Τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αιώνες της εξάπλωσης του χριστιανισμού προέβαλαν την ανάγκη της κωδικοποίησης και επεξήγησης της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας που είχε αρχίσει να γίνεται συστηματικά στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, του αιώνα που ζουν οι τρεις ιεράρχες. Η μόρφωση τους και η παιδεία τους, σε συνδυασμό με τα γνήσια βιώματα της πίστης ήταν τα απαραίτητα στοιχεία για την στήριξη της εκκλησίας σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση της ιστορίας της.
Ο Μέγας Βασίλειος ονομάστηκε Μέγας από τους φίλους του, από τους συμμαθητές του, θα λέγαμε σήμερα, διότι υπήρξε για την ομάδα και την παρέα πρότυπο και στήριγμα τόσο στη γνώση όσο και στη χριστιανική αρετή. Και μπορεί στην παγκόσμια ιστορία αρκετοί να φέρουν το προσωνύμιο μέγας, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Ναπολέοντας, στην ιστορία του χριστιανισμού μόνον ο Μέγας Βασίλειος φέρει αυτό. Προσωνύμιο που δόθηκε σε κείνον από τους φίλους του για να δηλώσει το μέγεθος των γνώσεων του και το ύψος των αρετών του σε αντίθεση μάλιστα με αυτό που συμβαίνει σήμερα όταν περιπαικτικά και χάριν αστεϊσμού εσείς αγαπητοί μαθητές προσφωνείτε κάποιον μεγάλο λέγοντας: «βρε μεγάλε τι είπες ή τι έκανες». Ο Μέγας Βασίλειος είχε σπουδάσει φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία, νομικές επιστήμες και μουσική. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν βαθύς γνώστης της Ιουδαϊκής και της ελληνικής γραμματείας κάτοχος και των δυο κόσμων και ως άριστος συγγραφέας γράφει τα πλέον διαχρονικά και άριστα συγγράμματα. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και λογοτέχνες όχι μόνον της εκκλησίας αλλά και όλων των εποχών.
Και οι τρεις είναι γόνοι του ανατολικού Χριστιανισμού: από τη Συρία ο Ιωάννης και από την Καππαδοκία ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος. Οι τρεις ιεράρχες έκαμαν τον Χριστιανισμό παγκόσμια πίστη που συνδιαλέγεται με τον κόσμο και με την οικουμένη. Και τούτο το πέτυχαν περνώντας μέσα από τη σκέψη της αρχαίας ελληνικής γνώσης και της φιλοσοφίας που είχε διαποτίσει τότε όλη την οικουμένη. Επιπλέον η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που προσέφερε τους δογματικούς εκείνους όρους με τους οποίους κωδικοποιήθηκε και έγινε κατανοητό το τριαδικό δόγμα, το ομοούσιο, το αειπάρθενον της Παναγίας και άλλα. Αυτά τα συνειδητοποίησαν ευθύς εξαρχής οι τρεις ιεράρχες και έντυσαν όπου ήταν απαραίτητο με το ένδυμα της ελληνικής σοφίας τη χριστιανική γνώση του Θεού και την έκαμαν κατανοητή στους ανθρώπους. Προσέφεραν δηλαδή τη θεογνωσία που αναζητούσαν επειγόντως οι άνθρωποι της εποχής τους όπως λέει καθαρά και το απολυτίκιο τους «κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας».
Αγαπητοί αναγνώστες ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πολλούς αιώνες πριν την επινόηση του όρου αυτού πρώτα η εκκλησία μίλησε τη γλώσσα της οικουμενικότητας. Την οικουμενικότητα αυτή τη βλέπουμε στη ζωή και στο έργο των τριών ιεραρχών, οι οποίοι γεννημένοι σε οικουμενικό περιβάλλον και μορφωμένοι κοντά στους εθνικούς και Ιουδαίους διδασκάλους της εποχής τους ένοιωσαν την οικουμενικότητα του μηνύματος της εκκλησίας του Χριστού στην ίδια τους την υπόσταση. Αυτοί ένωσαν την ανατολή με τη δύση, τον αρχαίο κόσμο με το νέο κόσμο του Χριστιανισμού. Μίλησαν για το Θεό και Κύριο των όλων σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, χρώμα, κοινωνική θέση. Η οικουμενική αυτή διάσταση της σκέψης των πατέρων της εκκλησίας είναι η απάντηση στα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης σήμερα.
Ο βίος και η πολιτεία των τριών ιεραρχών μας παραδειγματίζει διαχρονικά. Βλέποντας τη λιτή μοναχική ζωή του Μεγάλου Βασιλείου αναθεωρούμε το μοντέλο της σημερινής καταναλωτικής μανίας του ανθρώπου. Διδασκόμαστε από τη φιλανθρωπία και την ασκητικότητα του. Παραδειγματιζόμαστε και αναθεωρούμε τον ατομικισμό μας και στρεφόμαστε προς τον πλησίον. Ο Μέγας Βασίλειος δεν δίσταζε και λεπρούς να ασπαστεί και είναι ο πρώτος ο οποίος απόδειξε πως η λέπρα ως νόσημα δεν μεταδίδεται. Από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και την ήρεμη ασκητική του φύση διδασκόμαστε να δοξάζουμε το Θεό. Άλλωστε μέχρι σήμερα η εκκλησία χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό τα κείμενα και τα ποιήματα του. Και τέλος μαθαίνουμε από τον Χρυσόστομο από τα μέτρα που είχε λάβει στην Αντιόχεια για την βελτίωση του ηθικού και του μορφωτικού επιπέδου, τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας στην εκκλησία και στην κοινωνία, τους αγώνες του εναντίον της σπατάλης και της κενοδοξίας, οι οποίοι σε συνδυασμό με την ρητορική του δεινότητα προκάλεσαν το φθόνο πολλών με αποτέλεσμα να εξοριστεί και να πεθάνει στην εξορία αναφωνώντας ως τελευταία φράση του «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Οι τρεις ιεράρχες συνδυάζουν την πράξη με την θεωρία, την βίωση του ευαγγελίου με την γνώση και την επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου που υποφέρει. Με τους τρεις ιεράρχες βιώνουμε την ορθόδοξη παράδοση. Την παράδοση εκείνη που δεν είναι μουσειακό είδος αλλά μια διαχρονική προσήλωση, μια συνεχή μνήμη, μια αδιάκοπα βιούμενη αλήθεια. Το ίδιο λοιπόν ας κάνουμε και εμείς από σήμερα. Ας προσηλωθούμε στην ιστορία και την παράδοση του γένους μας μέσα από το σχολείο και την εκκλησία, μέσα από την παιδεία όπου βασική επιδίωξη της είναι η σωτηρία και το κάλλος των θείων πραγμάτων, που μόνο με το νου συλλαμβάνονται και που στόχος της είναι η ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από την ομορφιά, τον έρωτα για τα θεία πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο και που μόνο ο ανθρώπινος νους κατορθώνει.
Η εκκλησία μας πανηγυρίζει ξεχωριστά κάθε ιεράρχη το μήνα Ιανουάριο και συγκεκριμένα τον Άγιο Βασίλειο την 1η Ιανουαρίου, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο στις 25 Ιανουαρίου και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο στις 13 Νοεμβρίου και στις 30 του Γενάρη. Ποια όμως άραγε να ήταν η αιτία του κοινού εορτασμού τους στις 30 του Ιανουαρίου και πότε και γιατί η σημερινή ημέρα καθιερώθηκε ως επίσημη σχολική εορτή; Η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών έχει θεσπιστεί από τον 12ο αιώνα στα βυζαντινά χρόνια, γύρω στο 1100 στους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος διαδέχτηκε στην εξουσία τον Νικηφόρο τον Γ΄ τον Βοτανειάτη. Την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στους λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντας τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία, αφού με τις ομιλίες του «ετράνωσε», ερεύνησε δηλαδή την φύση των όντων. Άλλοι τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο επειδή ήταν πιο συγκαταβατικός στις διδασκαλίες του, οι οποίες περιείχαν ωραία και σαφή νοήματα και σκέψεις και με τους μελίρρυτος λόγους του και με τη ρητορική του δεινότητα προσέλκυε τους ανθρώπους στη μετάνοια. Και άλλοι τέλος τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τούτο γιατί όπως έλεγαν με την κομψή και ποικιλμένη φράση του, τους βαθυστόχαστους λόγους του και το γοητευτικό και πλούσιο λεξιλόγιο του υπερέβη όλους τους εκείνους τους ξακουστούς για την ελληνική παιδεία και φιλοσοφική συγκρότηση και όλους τους διακρινόμενους για την εκκλησιαστική παιδεία και θεολογική κατάρτιση.
Η Φιλονικία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες, ανάλογα με τον πιο ιεράρχη τιμούσαν. Οι τρεις όμως φωστήρες οι οποίοι αγωνίστηκαν και έκαναν πράξη τον Ευαγγελικό λόγο «ο ποιήσας και διδάξας ούτος μέγας κληθήσεται» δεν άφησαν την φιλονικία αυτή να διαιρεί τα πλήθη και παρουσιάστηκαν πρώτα ένας ένας και μετά και οι τρεις μαζί στον επίσκοπο Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα την ώρα που ερμήνευε ιερά κείμενα και του είπαν να δώσει εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν την έριδα που διασπούσε την ενότητα και την αγάπη των χριστιανών και να πάψουν να ερίζουν γι’ αυτούς γιατί όσο εκείνοι ζούσαν επί γης φρόντιζαν για την ειρήνη και την ομόνοια του κόσμου και να ορίσει μια ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη τους. Ύστερα από το θαυμαστό εκείνο γεγονός ο Άγιος Ιωάννης ο επίσκοπος Ευχαΐτων έπραξε σύμφωνα με τα όσα ζητήθηκαν. Επέβαλε την ηρεμία και τη γαλήνη στους ερίζοντες και φιλονικούντες χριστιανούς και εισήγαγε με σύνεση στις 30 Ιανουαρίου στην εκκλησία την εορτή των τριών Ιεραρχών, ώστε προτυπώνοντας τους τρεις τούτους μεγάλους πατέρες και οικουμενικούς διδασκάλους ως τους κατεξοχήν υπερμάχους του τριαδικού δόγματος, να εορτάζονται από κοινού και να δοξάζεται ο Θεός.
Έτσι λοιπόν τελείωσε η έριδα αυτή και έπειτα από εφτά περίπου αιώνες και ενώ η πατρίδα μας βρίσκονταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό, οι πρόγονοι μας καθιέρωσαν τη 30η Ιανουαρίου ως ημέρα των ελληνικών γραμμάτων, της παιδείας και ως σχολική εορτή τιμώντας έτσι την αγιοσύνη των τριών πατέρων της εκκλησίας και συγγραφέων, την ιεραποστολική τους δράση, την ευρυμάθεια τους, το ανεπανάληπτο δογματικό τους έργο και την οικουμενικότητα που πηγάζει από τη ζωή τους: την επίτευξη δηλαδή του συγκερασμού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη.
Την εισήγηση για την καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως επίσημης σχολικής εορτής την έκανε στο νέο ελληνικό κράτος, όσο και αν σας φανεί παράξενο στο άκουσμα του, ένας Κεφαλλονίτης ένας Ληξουριώτης ο οποίος το 1842 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ο πρώτος σχολάρχης της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος Τυπάλδος Ιακωβάτος, ο οποίος μέχρι σήμερα κοιμάται τον αιώνιο ύπνο δίπλα στον ιερό ναό του πολιούχου της πόλης μας του Αγίου Χαραλάμπους. Το έτος αυτό λοιπόν η πανεπιστημιακή Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε για πρώτη φορά την εορτή των τριών ιεραρχών ως ημέρα της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων και το 1844 το νεοσύστατο ελληνικό κράτος άκουσε την πρόταση του σοφού Κεφαλλονίτη (Ληξουριώτη) ιεράρχη και καθιέρωσε ως επίσημη σχολική εορτή τη μέρα αυτή εκφράζοντας και την από αιώνων παράδοση του γένους.
Μελετώντας προσεκτικά την πορεία και τη δράση των τριών ιεραρχών στον κόσμο αλλά και το ογκώδες τους έργο διαπιστώνουμε ότι πράγματι η εποχή τους υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του χριστιανισμού διότι αυτή την εποχή οι τρεις οικουμενικοί διδάσκαλοι διατυπώνουν και θεμελιώνουν καθοριστικά την θεολογική επιστήμη, τη διδασκαλία της εκκλησίας για όλους τους μετέπειτα αιώνες. Τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αιώνες της εξάπλωσης του χριστιανισμού προέβαλαν την ανάγκη της κωδικοποίησης και επεξήγησης της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας που είχε αρχίσει να γίνεται συστηματικά στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, του αιώνα που ζουν οι τρεις ιεράρχες. Η μόρφωση τους και η παιδεία τους, σε συνδυασμό με τα γνήσια βιώματα της πίστης ήταν τα απαραίτητα στοιχεία για την στήριξη της εκκλησίας σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση της ιστορίας της.
Ο Μέγας Βασίλειος ονομάστηκε Μέγας από τους φίλους του, από τους συμμαθητές του, θα λέγαμε σήμερα, διότι υπήρξε για την ομάδα και την παρέα πρότυπο και στήριγμα τόσο στη γνώση όσο και στη χριστιανική αρετή. Και μπορεί στην παγκόσμια ιστορία αρκετοί να φέρουν το προσωνύμιο μέγας, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Ναπολέοντας, στην ιστορία του χριστιανισμού μόνον ο Μέγας Βασίλειος φέρει αυτό. Προσωνύμιο που δόθηκε σε κείνον από τους φίλους του για να δηλώσει το μέγεθος των γνώσεων του και το ύψος των αρετών του σε αντίθεση μάλιστα με αυτό που συμβαίνει σήμερα όταν περιπαικτικά και χάριν αστεϊσμού εσείς αγαπητοί μαθητές προσφωνείτε κάποιον μεγάλο λέγοντας: «βρε μεγάλε τι είπες ή τι έκανες». Ο Μέγας Βασίλειος είχε σπουδάσει φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία, νομικές επιστήμες και μουσική. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν βαθύς γνώστης της Ιουδαϊκής και της ελληνικής γραμματείας κάτοχος και των δυο κόσμων και ως άριστος συγγραφέας γράφει τα πλέον διαχρονικά και άριστα συγγράμματα. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και λογοτέχνες όχι μόνον της εκκλησίας αλλά και όλων των εποχών.
Και οι τρεις είναι γόνοι του ανατολικού Χριστιανισμού: από τη Συρία ο Ιωάννης και από την Καππαδοκία ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος. Οι τρεις ιεράρχες έκαμαν τον Χριστιανισμό παγκόσμια πίστη που συνδιαλέγεται με τον κόσμο και με την οικουμένη. Και τούτο το πέτυχαν περνώντας μέσα από τη σκέψη της αρχαίας ελληνικής γνώσης και της φιλοσοφίας που είχε διαποτίσει τότε όλη την οικουμένη. Επιπλέον η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που προσέφερε τους δογματικούς εκείνους όρους με τους οποίους κωδικοποιήθηκε και έγινε κατανοητό το τριαδικό δόγμα, το ομοούσιο, το αειπάρθενον της Παναγίας και άλλα. Αυτά τα συνειδητοποίησαν ευθύς εξαρχής οι τρεις ιεράρχες και έντυσαν όπου ήταν απαραίτητο με το ένδυμα της ελληνικής σοφίας τη χριστιανική γνώση του Θεού και την έκαμαν κατανοητή στους ανθρώπους. Προσέφεραν δηλαδή τη θεογνωσία που αναζητούσαν επειγόντως οι άνθρωποι της εποχής τους όπως λέει καθαρά και το απολυτίκιο τους «κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας».
Αγαπητοί αναγνώστες ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πολλούς αιώνες πριν την επινόηση του όρου αυτού πρώτα η εκκλησία μίλησε τη γλώσσα της οικουμενικότητας. Την οικουμενικότητα αυτή τη βλέπουμε στη ζωή και στο έργο των τριών ιεραρχών, οι οποίοι γεννημένοι σε οικουμενικό περιβάλλον και μορφωμένοι κοντά στους εθνικούς και Ιουδαίους διδασκάλους της εποχής τους ένοιωσαν την οικουμενικότητα του μηνύματος της εκκλησίας του Χριστού στην ίδια τους την υπόσταση. Αυτοί ένωσαν την ανατολή με τη δύση, τον αρχαίο κόσμο με το νέο κόσμο του Χριστιανισμού. Μίλησαν για το Θεό και Κύριο των όλων σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, χρώμα, κοινωνική θέση. Η οικουμενική αυτή διάσταση της σκέψης των πατέρων της εκκλησίας είναι η απάντηση στα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης σήμερα.
Ο βίος και η πολιτεία των τριών ιεραρχών μας παραδειγματίζει διαχρονικά. Βλέποντας τη λιτή μοναχική ζωή του Μεγάλου Βασιλείου αναθεωρούμε το μοντέλο της σημερινής καταναλωτικής μανίας του ανθρώπου. Διδασκόμαστε από τη φιλανθρωπία και την ασκητικότητα του. Παραδειγματιζόμαστε και αναθεωρούμε τον ατομικισμό μας και στρεφόμαστε προς τον πλησίον. Ο Μέγας Βασίλειος δεν δίσταζε και λεπρούς να ασπαστεί και είναι ο πρώτος ο οποίος απόδειξε πως η λέπρα ως νόσημα δεν μεταδίδεται. Από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και την ήρεμη ασκητική του φύση διδασκόμαστε να δοξάζουμε το Θεό. Άλλωστε μέχρι σήμερα η εκκλησία χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό τα κείμενα και τα ποιήματα του. Και τέλος μαθαίνουμε από τον Χρυσόστομο από τα μέτρα που είχε λάβει στην Αντιόχεια για την βελτίωση του ηθικού και του μορφωτικού επιπέδου, τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας στην εκκλησία και στην κοινωνία, τους αγώνες του εναντίον της σπατάλης και της κενοδοξίας, οι οποίοι σε συνδυασμό με την ρητορική του δεινότητα προκάλεσαν το φθόνο πολλών με αποτέλεσμα να εξοριστεί και να πεθάνει στην εξορία αναφωνώντας ως τελευταία φράση του «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Οι τρεις ιεράρχες συνδυάζουν την πράξη με την θεωρία, την βίωση του ευαγγελίου με την γνώση και την επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου που υποφέρει. Με τους τρεις ιεράρχες βιώνουμε την ορθόδοξη παράδοση. Την παράδοση εκείνη που δεν είναι μουσειακό είδος αλλά μια διαχρονική προσήλωση, μια συνεχή μνήμη, μια αδιάκοπα βιούμενη αλήθεια. Το ίδιο λοιπόν ας κάνουμε και εμείς από σήμερα. Ας προσηλωθούμε στην ιστορία και την παράδοση του γένους μας μέσα από το σχολείο και την εκκλησία, μέσα από την παιδεία όπου βασική επιδίωξη της είναι η σωτηρία και το κάλλος των θείων πραγμάτων, που μόνο με το νου συλλαμβάνονται και που στόχος της είναι η ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από την ομορφιά, τον έρωτα για τα θεία πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο και που μόνο ο ανθρώπινος νους κατορθώνει.