Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Η Αττική γη δέχτηκε στην αγκαλιά της τον Αρχιεπίσκοπο όλων των Ελλήνων.







Χιλιάδες πιστοί ακολουθούν αυτή την στιγμή την σωρό του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, με προορισμό το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Οι πιστοί συνεχώς φωνάζουν καθώς περνά από μπροστά τους, το σκήνωμα του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου,με δάκρυα στα μάτια ΆΞΙΟΣ – ΑΘΑΝΑΤΟΣ.

Επίσης μέσα σε κλίμα συγκίνησης τελέσθηκε η εξόδιος ακολουθία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου.

Στην εξόδιο ακολουθία παρέστησαν η πολιτειακή, πολιτική αλλά και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, επίσης οι επικεφαλής των Ορθόδοξων Εκκλησιών, εκπρόσωποι άλλων δογμάτων και θρησκειών, διπλωματικές αντιπροσωπείες δεκάδων χωρών και πλήθος κόσμου.

Επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, ο Υπουργός Παιδείας κ. Στυλιανίδης, ο Δήμαρχος Αθηνών κ. Κακλαμάνης και ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Σιούφας.


Το Ύστατο Χαίρε στο Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, τραγουδώντας τον Εθνικό ύμνο
και ψάλλοντας την φήμη του είπαν για τελευταία φορά στις 13:30 ο Οικουμενικός Πατριάρχης, οι στενοί συνεργάτες του, Ιεράρχες, Αρχιμανδρίτες της Αρχιεπισκοπής, ο Πρωθυπουργός, αλλά και εκατοντάδες πιστοί.

Επίσης οι πιστοί εψέλναν συνεχώς πάνω απο τον τάφο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου τον Ακάθιστο Ύμνο, και ρίχνωντας στο τάφο απο ένα λουλούδι.(http://www.romfea.gr/)




ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΠΡΟΒΛΗΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΗΜΩΝ ΔΕ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΟΥ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.



O Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος εγεννήθη εις Ξάνθην το έτος 1939 από προσφυγικήν οικογένειαν καταγομένην εξ Αδριανουπόλεως. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης, ήτο έμπορος και εκ των τα πρώτα φερόντων της πόλεως, εδραστηριοποιήθη δε εις όλας τας εθνικάς εξορμήσεις. Διετέλεσε Δήμαρχος Ξάνθης κατά την τραγικήν τετραετίαν 1946-1950. Ενωρίτερα, το 1941, μετά την κήρυξιν του πολέμου της Γερμανίας κατά της Ελλάδος, μετέφερε, διά λόγους ασφαλείας, την οικογένειάν του εις Αθήνας, όπου ο κ. Χριστόδουλος εσπούδασε και παρέμεινε μέχρι της ηλικίας των 35 ετών.Τας εγκυκλίους σπουδάς του έκαμε εις το Λεόντειον Λύκειον επί 6 έτη και εν συνεχεία εσπούδασε εις την Νομικήν (1956-1961) και ακολούθως εις την Θεολογικήν Σχολήν (1962-1967) του Πανεπιστημίου Αθηνών, καταστάς πτυχιούχος των με βαθμόν «Άριστα».Παραλλήλως εσπούδασε Βυζαντινήν Μουσικήν εις το Ωδείον Αθηνών, όπου αρίστευσε, καθώς και τέσσερις ξένας γλώσσας (αγγλικήν, γαλλικήν, γερμανικήν και ιταλικήν).Το 1982 υπέβαλε την επί Διδακτορία Διατριβήν του εις την Θεολογικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό τον τίτλον «Ιστορική και Κανονική Θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού Ζητήματος Κατά τε την Γένεσιν και την Εξέλιξιν Αυτού εν Ελλάδι», και κατέστη διδάκτωρ του κανονικού Δικαίου με βαθμόν «Άριστα».Από του 1961 συγγράφει και αρθρογραφεί, αρχικώς εις θρησκευτικά περιοδικά και μετέπειτα εις όλον τον ημερήσιον Τύπον Αθηνών και επαρχιών, μέχρι σήμερον. Έχει δημοσιεύσει συνολικώς άνω των 200 μελετών επί θεμάτων επιστημονικών, ποιμαντικών (θρησκευτικών, νομικών, βιοηθικών, κοινωνικών, κ.ά., βλ. Κατάλογον Δημοσιεύσεων, σελ. 10 κατωτέρω).Ο Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος είχε παιδιόθεν έντονον την κλίσιν προς την ιερωσύνην, την οποίαν εκαλλιέργησαν εις αυτόν πνευματικαί προσωπικότητες, όπως ο Μητροπολίτης πρώην Πειραιώς κ. Καλλίνικος. Δι’ ο, το 1961, και ενώ είχε περατώσει μόνο τας σπουδάς του εις την Νομικήν, εχειροτονήθη διάκονος, αφού προηγουμένως εκάρη μοναχός εις την Ι. Μονήν Βαρλαάμ Μετεώρων, εις την οποίαν και εγκατεβίωσε μετά μιας μικράς ομάδος νέων μοναχών, οι οποίοι ενεπνέοντο υπό του οράματος ενός χριστιανικού και ιεραποστολικού μοναχισμού, επιδοθείς εις το κήρυγμα, την κατήχησιν και την διδασκαλίαν της πίστεως. Το 1965 εχειροτονήθη πρεσβύτερος, τοποθετηθείς ως ιερατικώς προϊστάμενος και ιεροκήρυξ του Ι. Ναού Παναγίτσας Π. Φαλήρου, όπου επί εννεαετίαν ανέπτυξεν εντυπωσιακήν δράσιν, διακριθείς ως ιεροκήρυξ, πνευματικός, άριστος λειτουργός και καθοδηγητής της νεολαίας. Παραλλήλως προσελήφθη, κατόπιν διαγωνισμού, ως Γραμματεύς της Ι. Συνόδου το 1968, επιδείξας τα οργανωτικά και διοικητικά του χαρίσματα, παραμείνας εις την θέσιν αυτήν μέχρι του 1974.Το 1974, εξελέγη, με πρότασιν του τότε άρτι ενθρονισθέντος Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού εις ηλικίαν 35 ετών, εν μέσω εθνικών περιπετειών και προβλημάτων. Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος ο κ. Χριστόδουλος επεδόθη εις την εσωτερικήν διοργάνωσιν της Ι. Μητροπόλεως, ενεθάρρυνε τους νέους κληρικούς να σπουδάσουν, και προσείλκυσε προς την ιερωσύνην πλειάδα νέων, προσοντούχων και ικανών κληρικών. Κατά το διάστημα των 24 ετών της αρχιερατείας του εχειροτόνησε περί τους 150 νέους κληρικούς, ανανεώσας το δυναμικόν των στελεχών της Ι. Μητροπόλεως και τοποθετήσας τους καταλλήλους ανθρώπους εις τας καταλλήλους θέσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του υπήρξε η ανανέωσις των εσωτερικών δομών της Εκκλησίας με το όνειρον του εκσυγχρονισμού. Προς τούτο, ήρξατο από της δημιουργίας νέων στελεχών, κληρικών και λαϊκών, τα οποία συνεχώς επεμόρφωνε, ώστε να τα καταστήσει ικανά να αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας. Ωθούσε τους νέους κληρικούς να σπουδάζουν, με αποτέλεσμα, ενώ το 1974 είχε βρει μόνον 12 θεολόγους κληρικούς εις την Ι. Μητρόπολιν Δημητριάδος, το 1998 να αφήνει 80.Επροίκισε την Ι. Μητρόπολιν με έργα κοινωνικής πνοής, όπως Κέντρον Συμπαραστάσεως Οικογενείας, ενοριακάς Σχολάς Γονέων, Συμβουλευτικόν Σταθμόν Προβλημάτων Εφηβείας, καθώς και τον Ραδιοφωνικόν Σταθμόν «Ορθόδοξη Μαρτυρία» με συνεχώς ανανεούμενο πρόγραμμα, του οποίου επεμελούντο περί τους 150 εθελοντάς συνεργάτας, την εφημερίδα «Πληροφόρηση» με πρωτότυπον ύλην. Διεκρίθη ως ομιλητής τόσον επί θρησκευτικών, όσον και επί κοινωνικών και εθνικών θεμάτων. Προσκληθείς μετέβη εις πολλάς πόλεις της Ελλάδος και ωμίλησε ενώπιον πυκνών ακροατηρίων, αποσπάσας τα επαινετικά σχόλια των ακροατών του. Ταυτοχρόνως, διεκρίθη διά την συμμετοχήν του εις συζητήσεις εις την τηλεόρασιν, προβάλλων και υπερασπιζόμενος τα δίκαια της Εκκλησίας. Η δε συνεχιζομένη αρθρογραφία του εις σοβαράς εφημερίδας υπηρέτησε τον αυτόν σκοπόν. Το έτος 1998 επερατώθη επίσης το υπ’ αυτού εμπνευσθέν έργον της ανεγέρσεως επιβλητικού Συνεδριακού Κέντρου εις Μελισσιάτικα Μαγνησίας, περιλαμβάνοντος αιθούσας 450 και 150 ατόμων, 6 αιθούσας εργασίας, βιβλιοθήκην, χώρους εστιάσεως, αρχείον, Ι. Παρεκκλήσιον και εκθεσιακόν χώρον.Υπήρξε δυναμικός εις τους αγώνας του, επιστρατεύων πάντοτε την τετράγωνον λογικήν διά να πείθει τους αντιπάλους του. Άπαντες λ.χ. ενθυμούνται μέχρι σήμερον την τηλεοπτικήν του παρουσίαν ως αντιπάλου του τότε Υπουργού Αντώνη Τρίτση επί του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας (λ.χ. εις την εκπομπήν «Με ανοιχτά χαρτιά» της 23.3.1987). Οι δύο άνδρες, μετά πάροδον ολίγων ετών, συνεφιλιώθησαν αναγνωρίσαντες ο ένας εις τον άλλον τον έντιμον αντίπαλον. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του εις τους αγώνας της Εκκλησίας διά την θεσμοθέτησιν του θρησκευτικού γάμου ως ισοκύρου έναντι του νεοεισαχθέντος πολιτικού (1982), διά την αποτροπήν του «αυτομάτου διαζυγίου», κ.λπ. Κομβική ήτο επίσης η εμφάνισις και ομιλία του εις το Συλλαλητήριον της Εκκλησίας διά την προάσπισιν της εσωτερικής Της αυτοδιοικήσεως εις την Πλατείαν Συντάγματος (1.4.1987). Έχει το χάρισμα να πλησιάζει τον λαόν χωρίς να λαϊκίζει, ενώ δίνει προς τα έξω την εικόνα μιας Εκκλησίας η οποία στηρίζεται εις την αγάπην του λαού. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτιμήσασα την δραστηριότητά του ταύτην και αποβλέπουσα εις την ευρυμάθειαν και την χαρισματικήν του ικανότητα ως συζητητού, τον ώρισε εκπρόσωπόν της εις την Επιτροπήν Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1988, ενώ τον αξιοποίησε εις πολλάς επαφάς της μετά κυβερνητικών κύκλων, αλλά και διεθνών παραγόντων και φορέων.Εις το ζήτημα της κατηχήσεως του λαού του Θεού ο Μακαριώτατος επέδειξε εξ αρχής ιδιαίτερον ενδιαφέρον. Εκαλλιέργησε συστηματικώς την συνεχή πνευματικήν τροφοδοσίαν του λαού με τον ανεξάντλητον ζήλον του, ομιλών τακτικώς σχεδόν καθ’ ημέραν, λειτουργών με κατάνυξιν και προσφέρων αγάπην και λόγον. Περί τους 100 Ενοριακούς Κύκλους Μελέτης της Αγίας Γραφής διωργανώθησαν ανά τας διαφόρους Ενορίας προς εμβάθυνσιν εις τον Λόγον της Γραφής. Επιπλέον, προς τον σκοπόν του κηρυκτικού και ποιμαντικού έργου καθιερώθησαν εβδομαδιαίαι συνάξεις των Εφημερίων του Βόλου, καθώς και αντίστοιχοι περιοδικαί εν Αλμυρώ, Βελεστίνω και Αγιά, με ανάπτυξιν θεμάτων και διαλογικάς συζητήσεις. Ειδικοί κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής ωργανώθησαν διά φοιτητάς και επιστήμονας, ενώ ανεπτύχθη και ο Τομεύς Νεότητος, με κυρίας δραστηριότητας την οργάνωσιν κατασκηνώσεων, φοιτητικών και νεανικών συνεδρίων, φεστιβάλ νεολαίας έκαστον Μάιον, εντευκτήρια νέων εις έκαστον Πνευματικόν Κέντρον και ωργανωμένην Εξομολόγησιν εις τα Σχολεία και τας Ενορίας, υπό ενός Σώματος 62 Εξομολόγων. Παροιμιώδεις υπήρξαν οι διάλογοί του με τους μαθητάς εις τα Λύκεια, η ανταλλαγή επιστολών με αυτούς, η συγγραφή και δωρεάν διανομή εις νέους εκλαϊκευτικών φυλλαδίων με ενδιαφέροντα θέματα. Εν καιρώ πάσαι αι ανωτέρω κατηχητικαί νεανικαί δραστηριότητες υπήχθησαν εις την «Χριστιανικήν Νεολαίαν», την ειδικήν δραστηριότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού προς συντονισμόν του νεανικού έργου. Πάντοτε ανοικτός προς όλους, καθιέρωσε τακτάς ετησίας συναντήσεις με ομάδας επιστημόνων εις Βόλον, όπως λ.χ. με τους νομικούς, τους ιατρούς, τους εκπαιδευτικούς, προς τους οποίους ανέπτυσσε, κατά παγίαν τακτικήν του, θέματα της ειδικότητός του από της πλευράς της Εκκλησίας. Ταυτοχρόνως αγκάλιασε ολόκληρον τον λαόν, που τον ελάτρευσε εις την περιοχήν της Μαγνησίας και πέραν των ορίων αυτής.Κατ’ εξοχήν λειτουργικός άνθρωπος ο κ. Χριστόδουλος, πιστός εις την παράδοσιν, επέβαλε την Τάξιν εις τας Ι. Ακολουθίας. Πρωταρχικόν μέλημά του υπήρξε η τόνωσις της λειτουργικής ζωής. Άριστος λειτουργός ο ίδιος, κατανοεί την αναγκαιότητα της Θείας Λατρείας ως βάσεως πνευματικής προαγωγής, αλλά και κέντρου αναφοράς και αναπαύσεως. Καθιέρωσε τακτάς λατρευτικάς ευκαιρίας, ιδίως διά νέους, ενώ εις μεγάλας Ενορίας έδωσε οδηγίας διά τέλεσιν δευτέρας Θείας Λειτουργίας εκάστην Κυριακήν. Ηνοίχθη εις διάλογον με διαφωνούντας, κατέστησε την Θείαν Λατρείαν κέντρον της ζωής του και διωργάνωσε την Υπηρεσίαν της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος προς αντιμετώπισιν των αιρετικών. Συνέγραψε και εξέδωκε ειδικά έντυπα περί της Ακολουθίας του Μυστηρίου του Γάμου, καθώς και της Βαπτίσεως. Τα έντυπα της Ι. Μητροπόλεως που έχει συγγράψει ο ίδιος διακρίνονται διά την πρωτοτυπίαν τους, την πρακτικότητά τους και τον εποικοδομητικόν τους χαρακτήρα. Είχε και έχει την ικανότητα να συνδυάζει την παράδοσιν με την πρόοδον, το δόγμα με τον διάλογον, την ιερότητα με την απλότητα.Εργασιομανής εις το έπακρον, σέβεται τους ανθρώπους που εργάζονται και το αυτό εμπνέει και εις τους συνεργάτας του. Μέχρις αργά κάθε βράδυ παραμένει εις το Γραφείον του εργαζόμενος και προγραμματίζων, χαράσσων γραμμάς πλεύσεως, αντιμετωπίζων προβλήματα, συγγράφων, κ.ο.κ. Συγκέντρωσε κοντά του και ανθρώπους που παλαιότερα δεν είχαν σχέσιν προς την Εκκλησίαν, ιδίως τους νέους, αναπτύξας μεγάλην δράσιν κατά των ναρκωτικών, κατά του AIDS, κατά της ανεργίας. Η δραστηριοποίησις της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος εις τους τομείς αυτούς υπήρξε πρωτοποριακή και εδημιούργησε τας προϋποθέσεις διά την ανάπτυξιν παρεμφερούς δράσεως και από άλλας Μητροπόλεις. Αι πρωτότυποι δε τοποθετήσεις του επί θεμάτων βιοηθικής ιατρικής προελάμβαναν την εποχήν και έδειχναν προς τα έξω το νέον πρόσωπον της Εκκλησίας.Η Ι. Σύνοδος τον ώρισε εκπρόσωπον της Εκκλησίας της Ελλάδος εις το Εθνικόν Συμβούλιον Μεταμοσχεύσεων και εις το Κέντρον Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.Εις την περιοχήν του Βόλου ίδρυσε από του 1983 την Ένωσιν Χριστιανών Επιστημόνων και την Χριστιανικήν Κοινωνικήν Ένωσιν, ώστε και ο διεπιστημονικός διάλογος να προωθείται και η Εκκλησία να συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους πέραν της Θεολογίας προς μελέτην και αντιμετώπισιν των ολοέν και μεγαλυτέρων προκλήσεων του συγχρόνου κόσμου.Εδημιούργησε τα «Σπίτια Γαλήνης Χριστού» διά τους ηλικιωμένους, την «Χριστιανικήν Αλληλεγγύην» διά τους πτωχούς. Εσπούδασε πολλά νέα παιδιά με υποτροφίας που εχορήγησε η Ι. Μητρόπολις, απέστειλε εις το εξωτερικόν πολλούς αρρώστους, ενέκυψε με στοργήν επί των προβλημάτων του κόσμου, ο οποίος του τα ενεπιστεύετο. Πολλοί τον είδον να τηλεφωνεί εις Διοικητάς τραπεζών διά να αποτρέψει κάποιους πλειστηριασμούς εις βάρος πτωχών οφειλετών, να τηλεφωνεί εις φίλους του επιχειρηματίας διά να εξασφαλίσει μίαν θέσιν εργασίας διά κάποιον άνεργον νέον, να εξαντλεί τας γνωριμίας του διά να προασπίσει τα συμφέροντα της πόλεως του Βόλου, και άλλα πολλά που ο ίδιος δεν επιθυμεί να αναφέρονται.Η εκλογή του, την 28ην Απριλίου 1998, και η ενθρόνισίς του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, την 9ην Μαΐου του ιδίου έτους, εσήμανε την έναρξιν σημαντικού έργου ποιμαντορίας και διακονίας. Ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας προέβη εις το έργον της αναδιοργανώσεως των Συνοδικών Υπηρεσιών και των Συνοδικών Επιτροπών της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε η Εκκλησία να μπορεί να συμπαρίσταται αποτελεσματικότερον εις όλα τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, ίδρυσε άνω των 14 νέας Ειδικάς Συνοδικάς Επιτροπάς διά την παρακολούθησιν, ενημέρωσιν και παρέμβασιν της Εκκλησίας επί ευρέος φάσματος προβλημάτων της συγχρόνου ζωής (Βιοηθικής [1998], Ακαδημίας Εκκλησιαστικών Τεχνών [1999], Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [1999], Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος [1999], Χριστιανικών Μνημείων [1999], Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας [1999], Λειτουργικής Αναγεννήσεως [1999], Πολιτισμικής Ταυτότητος [1999], Γυναικείων Θεμάτων [1999], Παρακολουθήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», Αθλητισμού [2006], Μεταναστών, Προσφύγων και Παλιννοστούντων [2006], κ.π.ά.). Εστήριξε και εστελέχωσε τας ήδη υφισταμένας Υπηρεσίας της Εκκλησίας και ίδρυσε νέας προς ενεργόν αντιμετώπισιν κοινωνικών προβλημάτων, με έμφασιν εις τα προβλήματα των τοξικομανών (όθεν η σύστασις, το 1999, Ιδρύματος Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στηρίξεως «Διακονία» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών), τας ανάγκας των μεταναστών, την στήριξιν των ανυπάνδρων μητέρων και των κακοποιημένων γυναικών (μέσω της ιδρύσεως «Στέγης Μητέρας»), την μέριμναν διά τα θύματα εμπορίας και παρανόμου διακινήσεως προσώπων, την δημιουργίαν αλυσίδος νηπιαγωγείων διά την στήριξιν των πτωχών και πολυτέκνων οικογενειών (μεταξύ άλλων και μέσω ειδικού «Κέντρου Στηρίξεως Οικογενείας» ιδρυθέντος υπό του Μακαριωτάτου ήδη από του 1998), κ.ά. Τον Μάρτιον του 1999 ο Αρχιεπίσκοπος ανέλαβε εθνικήν πρωτοβουλίαν: εζήτησε παρά της Ιεράς Συνόδου και επέτυχε την έγκρισιν Προγράμματος Οικονομικής Ενισχύσεως των Χριστιανικών Οικογενειών της Θράκης διά την απόκτησιν τρίτου τέκνου, υπό την μορφήν μηνιαίου επιδόματος.Κατασταθείς εις την μέριμναν του Ποιμένος του κλεινού άστεως των Αθηνών και την διακονίαν του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και εις την Προεδρίαν των δύο Συνοδικών Σωμάτων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ειργάσθη και εργάζεται φιλοπόνως και αόκνως διά την ανεύρεσιν αξίων, ικανών, ευλαβεστάτων, εμπείρων και μορφωμένων κληρικών διά την στελέχωσιν των επιτελικών θέσεων της Εκκλησίας, καθώς και διά την εκλογήν των αρίστων προς διαποίμανσιν των κενωθεισών και κενωθησομένων Μητροπολιτικών Εδρών της Εκκλησίας της Ελλάδος. 29 Μητροπολίται και 5 Βοηθοί Επίσκοποι και Τιτουλάριοι Επίσκοποι έχουν προταθεί, εκλεγεί και χειροτονηθεί υπ’ αυτού.Εν τη ανυστάκτω μερίμνη του διά την καλυτέραν διαποίμανσιν των πιστών του Λεκανοπεδίου της Αττικής, κατόπιν εισηγήσεώς του, εδημιουργήθη η νέα Ι. Μητρόπολις Γλυφάδας (2002).Ίδρυσε επίσης την Μ.Κ.Ο. της Εκκλησίας της Ελλάδος «Αλληλεγγύη» (2002), η οποία επιτρέπει εις την Εκκλησίαν να συμπαρίσταται διεθνώς με πλούσιον ανθρωπιστικόν έργον, εις τας περιοχάς της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς επίσης και φιλανθρωπικώς εντός Ελλάδος με την δημιουργίαν διαφόρων Ιδρυμάτων και Σχολών. Η Μ.Κ.Ο «Αλληλεγγύη» απετέλεσε, επιπλέον, βραχίονα στηρίξεως μιας στενωτέρας, αρμονικής και καρποφόρου συνεργασίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, με απτά αποτελέσματα εις τα προαναφερθέντα πολυάριθμα διεθνή προγράμματα ανθρωπιστικής παρεμβάσεως.Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος είναι εκείνος ο οποίος εισήγαγε την Εκκλησίαν της Ελλάδος εις την ψηφιακήν εποχήν. Με απόφασίν του εφηρμόσθη σύστημα μηχανοργανώσεως εις πάντας τους τομείς της κεντρικής διοικήσεως της Εκκλησίας, ενεκαινίσθη η τήρησις ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου και υπεστηρίχθη η σύστασις δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών συνδεδεμένων μεταξύ των. Τη πρωτοβουλία του ιδρύθη Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τέσσερις κλάδους: Ραδιοφωνίας, Εκδόσεων, Ηλεκτρονικής Τεχνολογίας και Τηλεοράσεως. Εξ αυτών οι τρεις πρώτοι κλάδοι έχουν ήδη ενεργοποιηθεί και παρουσιάζουν πλούσιον έργον (σύγχρονον ραδιοφωνικόν πρόγραμμα με εκπομπάς και μέσω δορυφόρου, ποικίλαι και καλαίσθητοι εκδόσεις, ιστοσελίδες με θέματα εκκλησιαστικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος), ο δε τέταρτος κλάδος σχεδιάζεται εν συνεργασία με την ελληνικήν Πολιτείαν.Το έντονο ενδιαφέρον του διά τας ευρωπαϊκάς και διεθνείς υποθέσεις και η βούλησίς του να καταστήσει την Εκκλησίαν της Ελλάδος δραστηρίαν εις τα διεθνή fora, εξωστρεφή και ανοικτήν εις τον διάλογον έχουν αναγνωρισθεί υπό πάντων. Προς τον σκοπόν τούτον, μία εκ των προτεραιοτήτων του ως Προκαθημένου ήτο η ίδρυσις Γραφείου Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν, εις το Συμβούλιον της Ευρώπης και εις την UNESCO (1998), καθώς και Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Ευρωπαϊκών Θεμάτων (1998).Ήδη από της εποχής της Αρχιερατείας του ως Μητροπολίτου Δημητριάδος, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχεν αναπτύξει στενάς σχέσεις μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η δε επίσκεψις του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου το έτος 1990 εις Βόλον υπήρξε μοναδικόν ιστορικόν γεγονός διά την περιοχήν της Μαγνησίας. Με τας αλλεπαλλήλους επισκέψεις του εις όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, είτε ως μέλος εκκλησιαστικών αποστολών είτε και ιδιωτικώς, ανέπτυξε προσωπικάς σχέσεις μετά των ξένων Ορθοδόξων, τας οποίας εκαλλιέργησε εις βάθος. Συνδέεται αδελφικώς με όλους τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και με ετεροδόξους ηγέτας. Το επί πολλά έτη άοκνον και αθόρυβον εκείνο έργον έμελλε κατόπιν να αναδειχθεί πολύτιμον εργαλείον διά την προβολήν του έργου και των θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν ο κ. Χριστόδουλος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.Με εισήγησίν του, η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε, την 12ην Μαΐου 2000, την καθιέρωσιν της εορτής της μνήμης του Αποστόλου Παύλου ως Θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Επίσημοι ειρηνικαί επισκέψειςτου Μακαριωτάτου κ. ΧριστοδούλουΩς νεοεκλεγείς Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος επραγματοποίησε τας κάτωθι ειρηνικάς επισκέψεις:13-16 Ιουνίου 1998: Επίσκεψις εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.20-24 Νοεμβρίου 1998: Επίσκεψις εις το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας.21-29 Απριλίου 1999: Επίσκεψις εις το Πατριαρχείον Αντιοχείας.20-25 Μαΐου 2000: Επίσκεψις εις την Εκκλησίαν της Ρουμανίας.24-30 Αυγούστου 2000: Επίσκεψις εις το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων.5-14 Μαΐου 2001: Επίσκεψις εις το Πατριαρχείον της Ρωσίας.7-13 Σεπτεμβρίου 2001: Επίσκεψις εις το Πατριαρχείον της Σερβίας.5-9 Σεπτεμβρίου 2002: Επίσκεψις εις το Πατριαρχείον της Γεωργίας.17 Αυγούστου 2003: Επίσκεψις εις την Εκκλησίαν της Πολωνίας.Ιστορικαί επισκέψεις και συναντήσεις :4-8 Οκτωβρίου 2003: Επίσκεψις εις το Ευρωπαϊκόν Κοινοβούλιον, εις Βρυξέλλας. Ομιλία του Μακαριωτάτου κ. Χριστοδούλου εις την Ολομέλειαν του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και Εγκαίνια υπ’ αυτού του Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος εις Βρυξέλλας.27 Μαΐου 2006 – 1 Ιουνίου 2006: Επίσκεψις εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών εις Γενεύην, ως και εις τον Διεθνή Οργανισμόν της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ διά τους Πρόσφυγας (UNHCR) και εις τον Διεθνή Οργανισμό Μεταναστεύσεως (IOM).13-16 Δεκεμβρίου 2006: Επίσκεψις εις το Βατικανόν και συνάντησίς του μετά της Α. Αγιότητος του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄.Ο Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος ανέκαθεν ετάσσετο υπέρ του αγαπητικού διαλόγου εν Χριστώ μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Ρώμης. Τόσον η επίσκεψις του αειμνήστου Πάπα Ιωάννου Παύλου του Β΄ εις Αθήνας (4-5 Μαΐου 2001), όσον και η επίσκεψις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος εις την Αυτού Αγιότητα τον Πάπα Ρώμης Βενέδικτον ΙΣΤ΄ (Βατικανόν, 13-16 Δεκεμβρίου 2006), κατόπιν της προσκλήσεως αυτού, απετέλεσαν ιστορικής σημασίας γεγονότα εις την πορείαν της προσεγγίσεως μεταξύ των δύο Εκκλησιών διά την περαιτέρω ανάπτυξιν συνεργασίας επί διαφόρων κοινωνικών θεμάτων.Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου (2003), και Λατερανού (2006).

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος

ΠροςΤο Χριστεπώνυμον Πλήρωματης Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά βαθυτάτης συγκινήσεως Αγγέλλει εις το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κυρός ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Εκοιμήθη εν Κυρίω την 5.15 της 28ης μηνός Ιανουαρίου 2008. Η προς Κύριον Εκδημία του Αειμνήστου Αρχιεπισκόπου ημών, δημιουργεί μέγα κενόν εν τη Εκκλησία της Ελλάδος. Η Εκκλησία της Ελλάδος δέεται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του Αειμνήστου Αρχιεπισκόπου ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ και υπέρ της Αναδείξεως ανταξίου των περιστάσεων Διαδόχου Αυτού. Το Σεπτόν Σκήνωμα του Αοιδίμου Αρχιεπισκόπου εκτίθεται από της μεσημβρίας της σήμερον εις Λαϊκόν Προσκύνημα εν τω Καθεδρικώ Ιερώ Ναώ των Αθηνών. Η Κηδεία θα τελεσθή την Πέμπτην, 31ην Ιανουαρίου 2008, και ώραν 10ην, η δε Ταφή του Σεπτού Αυτού Σκηνώματος θα γίνη εν τω Πρώτω Νεκροταφείω Αθηνών, αμέσως μετά την Εξόδιον Ιεράν Ακολουθίαν.Η Ιερά Σύνοδος παρακαλεί εκείνους εκ των Πιστών οι οποίοι επιθυμούν να καταθέσουν Στέφανον προς Τιμήν του Σεπτού Νεκρού, όπως αντί τούτου καταθέσουν τας Δωρεάς αυτών υπέρ των Φιλανθρω-πικών Ιδρυμάτων γενικώς.

† Ο Καρυστίας και Σκύρου ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Τοποτηρητής
Ο Αρχιγραμματεύς
† Αρχιμ. Κύριλλος Μισιακούλης

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Οι τρεις ιεράρχες.


Στις 30 Ιανουαρίου η του Χριστού Εκκλησία τιμά περίλαμπρα, πέρα από τις ξεχωριστές τους εορτές, τους τρεις Ιεράρχες από κοινού: τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τα πάγχρυσα στόματα του ελληνικού και χριστιανικού λόγου που κατά τον υμνογράφο τους κατήρδευσαν όλη την οικουμένη με νάματα θεογνωσίας. Η ελληνική σχολική παιδεία εορτάζει την οικουμενικότητα της διδασκαλίας τους και η ορθόδοξη εκκλησία πανηγυρίζει την αγιότητα τους. Και έτσι για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως ο συνδυασμός ορθοδοξίας και ελληνισμού είναι και παραμένει αδιάσπαστος μέχρι σήμερα.
Η εκκλησία μας πανηγυρίζει ξεχωριστά κάθε ιεράρχη το μήνα Ιανουάριο και συγκεκριμένα τον Άγιο Βασίλειο την 1η Ιανουαρίου, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο στις 25 Ιανουαρίου και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο στις 13 Νοεμβρίου και στις 30 του Γενάρη. Ποια όμως άραγε να ήταν η αιτία του κοινού εορτασμού τους στις 30 του Ιανουαρίου και πότε και γιατί η σημερινή ημέρα καθιερώθηκε ως επίσημη σχολική εορτή; Η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών έχει θεσπιστεί από τον 12ο αιώνα στα βυζαντινά χρόνια, γύρω στο 1100 στους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος διαδέχτηκε στην εξουσία τον Νικηφόρο τον Γ΄ τον Βοτανειάτη. Την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στους λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντας τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία, αφού με τις ομιλίες του «ετράνωσε», ερεύνησε δηλαδή την φύση των όντων. Άλλοι τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο επειδή ήταν πιο συγκαταβατικός στις διδασκαλίες του, οι οποίες περιείχαν ωραία και σαφή νοήματα και σκέψεις και με τους μελίρρυτος λόγους του και με τη ρητορική του δεινότητα προσέλκυε τους ανθρώπους στη μετάνοια. Και άλλοι τέλος τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τούτο γιατί όπως έλεγαν με την κομψή και ποικιλμένη φράση του, τους βαθυστόχαστους λόγους του και το γοητευτικό και πλούσιο λεξιλόγιο του υπερέβη όλους τους εκείνους τους ξακουστούς για την ελληνική παιδεία και φιλοσοφική συγκρότηση και όλους τους διακρινόμενους για την εκκλησιαστική παιδεία και θεολογική κατάρτιση.
Η Φιλονικία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες, ανάλογα με τον πιο ιεράρχη τιμούσαν. Οι τρεις όμως φωστήρες οι οποίοι αγωνίστηκαν και έκαναν πράξη τον Ευαγγελικό λόγο «ο ποιήσας και διδάξας ούτος μέγας κληθήσεται» δεν άφησαν την φιλονικία αυτή να διαιρεί τα πλήθη και παρουσιάστηκαν πρώτα ένας ένας και μετά και οι τρεις μαζί στον επίσκοπο Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα την ώρα που ερμήνευε ιερά κείμενα και του είπαν να δώσει εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν την έριδα που διασπούσε την ενότητα και την αγάπη των χριστιανών και να πάψουν να ερίζουν γι’ αυτούς γιατί όσο εκείνοι ζούσαν επί γης φρόντιζαν για την ειρήνη και την ομόνοια του κόσμου και να ορίσει μια ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη τους. Ύστερα από το θαυμαστό εκείνο γεγονός ο Άγιος Ιωάννης ο επίσκοπος Ευχαΐτων έπραξε σύμφωνα με τα όσα ζητήθηκαν. Επέβαλε την ηρεμία και τη γαλήνη στους ερίζοντες και φιλονικούντες χριστιανούς και εισήγαγε με σύνεση στις 30 Ιανουαρίου στην εκκλησία την εορτή των τριών Ιεραρχών, ώστε προτυπώνοντας τους τρεις τούτους μεγάλους πατέρες και οικουμενικούς διδασκάλους ως τους κατεξοχήν υπερμάχους του τριαδικού δόγματος, να εορτάζονται από κοινού και να δοξάζεται ο Θεός.
Έτσι λοιπόν τελείωσε η έριδα αυτή και έπειτα από εφτά περίπου αιώνες και ενώ η πατρίδα μας βρίσκονταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό, οι πρόγονοι μας καθιέρωσαν τη 30η Ιανουαρίου ως ημέρα των ελληνικών γραμμάτων, της παιδείας και ως σχολική εορτή τιμώντας έτσι την αγιοσύνη των τριών πατέρων της εκκλησίας και συγγραφέων, την ιεραποστολική τους δράση, την ευρυμάθεια τους, το ανεπανάληπτο δογματικό τους έργο και την οικουμενικότητα που πηγάζει από τη ζωή τους: την επίτευξη δηλαδή του συγκερασμού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη.
Την εισήγηση για την καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως επίσημης σχολικής εορτής την έκανε στο νέο ελληνικό κράτος, όσο και αν σας φανεί παράξενο στο άκουσμα του, ένας Κεφαλλονίτης ένας Ληξουριώτης ο οποίος το 1842 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ο πρώτος σχολάρχης της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος Τυπάλδος Ιακωβάτος, ο οποίος μέχρι σήμερα κοιμάται τον αιώνιο ύπνο δίπλα στον ιερό ναό του πολιούχου της πόλης μας του Αγίου Χαραλάμπους. Το έτος αυτό λοιπόν η πανεπιστημιακή Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε για πρώτη φορά την εορτή των τριών ιεραρχών ως ημέρα της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων και το 1844 το νεοσύστατο ελληνικό κράτος άκουσε την πρόταση του σοφού Κεφαλλονίτη (Ληξουριώτη) ιεράρχη και καθιέρωσε ως επίσημη σχολική εορτή τη μέρα αυτή εκφράζοντας και την από αιώνων παράδοση του γένους.
Μελετώντας προσεκτικά την πορεία και τη δράση των τριών ιεραρχών στον κόσμο αλλά και το ογκώδες τους έργο διαπιστώνουμε ότι πράγματι η εποχή τους υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του χριστιανισμού διότι αυτή την εποχή οι τρεις οικουμενικοί διδάσκαλοι διατυπώνουν και θεμελιώνουν καθοριστικά την θεολογική επιστήμη, τη διδασκαλία της εκκλησίας για όλους τους μετέπειτα αιώνες. Τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αιώνες της εξάπλωσης του χριστιανισμού προέβαλαν την ανάγκη της κωδικοποίησης και επεξήγησης της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας που είχε αρχίσει να γίνεται συστηματικά στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, του αιώνα που ζουν οι τρεις ιεράρχες. Η μόρφωση τους και η παιδεία τους, σε συνδυασμό με τα γνήσια βιώματα της πίστης ήταν τα απαραίτητα στοιχεία για την στήριξη της εκκλησίας σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση της ιστορίας της.
Ο Μέγας Βασίλειος ονομάστηκε Μέγας από τους φίλους του, από τους συμμαθητές του, θα λέγαμε σήμερα, διότι υπήρξε για την ομάδα και την παρέα πρότυπο και στήριγμα τόσο στη γνώση όσο και στη χριστιανική αρετή. Και μπορεί στην παγκόσμια ιστορία αρκετοί να φέρουν το προσωνύμιο μέγας, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Ναπολέοντας, στην ιστορία του χριστιανισμού μόνον ο Μέγας Βασίλειος φέρει αυτό. Προσωνύμιο που δόθηκε σε κείνον από τους φίλους του για να δηλώσει το μέγεθος των γνώσεων του και το ύψος των αρετών του σε αντίθεση μάλιστα με αυτό που συμβαίνει σήμερα όταν περιπαικτικά και χάριν αστεϊσμού εσείς αγαπητοί μαθητές προσφωνείτε κάποιον μεγάλο λέγοντας: «βρε μεγάλε τι είπες ή τι έκανες». Ο Μέγας Βασίλειος είχε σπουδάσει φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία, νομικές επιστήμες και μουσική. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν βαθύς γνώστης της Ιουδαϊκής και της ελληνικής γραμματείας κάτοχος και των δυο κόσμων και ως άριστος συγγραφέας γράφει τα πλέον διαχρονικά και άριστα συγγράμματα. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και λογοτέχνες όχι μόνον της εκκλησίας αλλά και όλων των εποχών.
Και οι τρεις είναι γόνοι του ανατολικού Χριστιανισμού: από τη Συρία ο Ιωάννης και από την Καππαδοκία ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος. Οι τρεις ιεράρχες έκαμαν τον Χριστιανισμό παγκόσμια πίστη που συνδιαλέγεται με τον κόσμο και με την οικουμένη. Και τούτο το πέτυχαν περνώντας μέσα από τη σκέψη της αρχαίας ελληνικής γνώσης και της φιλοσοφίας που είχε διαποτίσει τότε όλη την οικουμένη. Επιπλέον η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που προσέφερε τους δογματικούς εκείνους όρους με τους οποίους κωδικοποιήθηκε και έγινε κατανοητό το τριαδικό δόγμα, το ομοούσιο, το αειπάρθενον της Παναγίας και άλλα. Αυτά τα συνειδητοποίησαν ευθύς εξαρχής οι τρεις ιεράρχες και έντυσαν όπου ήταν απαραίτητο με το ένδυμα της ελληνικής σοφίας τη χριστιανική γνώση του Θεού και την έκαμαν κατανοητή στους ανθρώπους. Προσέφεραν δηλαδή τη θεογνωσία που αναζητούσαν επειγόντως οι άνθρωποι της εποχής τους όπως λέει καθαρά και το απολυτίκιο τους «κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας».
Αγαπητοί αναγνώστες ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πολλούς αιώνες πριν την επινόηση του όρου αυτού πρώτα η εκκλησία μίλησε τη γλώσσα της οικουμενικότητας. Την οικουμενικότητα αυτή τη βλέπουμε στη ζωή και στο έργο των τριών ιεραρχών, οι οποίοι γεννημένοι σε οικουμενικό περιβάλλον και μορφωμένοι κοντά στους εθνικούς και Ιουδαίους διδασκάλους της εποχής τους ένοιωσαν την οικουμενικότητα του μηνύματος της εκκλησίας του Χριστού στην ίδια τους την υπόσταση. Αυτοί ένωσαν την ανατολή με τη δύση, τον αρχαίο κόσμο με το νέο κόσμο του Χριστιανισμού. Μίλησαν για το Θεό και Κύριο των όλων σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, χρώμα, κοινωνική θέση. Η οικουμενική αυτή διάσταση της σκέψης των πατέρων της εκκλησίας είναι η απάντηση στα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης σήμερα.
Ο βίος και η πολιτεία των τριών ιεραρχών μας παραδειγματίζει διαχρονικά. Βλέποντας τη λιτή μοναχική ζωή του Μεγάλου Βασιλείου αναθεωρούμε το μοντέλο της σημερινής καταναλωτικής μανίας του ανθρώπου. Διδασκόμαστε από τη φιλανθρωπία και την ασκητικότητα του. Παραδειγματιζόμαστε και αναθεωρούμε τον ατομικισμό μας και στρεφόμαστε προς τον πλησίον. Ο Μέγας Βασίλειος δεν δίσταζε και λεπρούς να ασπαστεί και είναι ο πρώτος ο οποίος απόδειξε πως η λέπρα ως νόσημα δεν μεταδίδεται. Από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και την ήρεμη ασκητική του φύση διδασκόμαστε να δοξάζουμε το Θεό. Άλλωστε μέχρι σήμερα η εκκλησία χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό τα κείμενα και τα ποιήματα του. Και τέλος μαθαίνουμε από τον Χρυσόστομο από τα μέτρα που είχε λάβει στην Αντιόχεια για την βελτίωση του ηθικού και του μορφωτικού επιπέδου, τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας στην εκκλησία και στην κοινωνία, τους αγώνες του εναντίον της σπατάλης και της κενοδοξίας, οι οποίοι σε συνδυασμό με την ρητορική του δεινότητα προκάλεσαν το φθόνο πολλών με αποτέλεσμα να εξοριστεί και να πεθάνει στην εξορία αναφωνώντας ως τελευταία φράση του «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Οι τρεις ιεράρχες συνδυάζουν την πράξη με την θεωρία, την βίωση του ευαγγελίου με την γνώση και την επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου που υποφέρει. Με τους τρεις ιεράρχες βιώνουμε την ορθόδοξη παράδοση. Την παράδοση εκείνη που δεν είναι μουσειακό είδος αλλά μια διαχρονική προσήλωση, μια συνεχή μνήμη, μια αδιάκοπα βιούμενη αλήθεια. Το ίδιο λοιπόν ας κάνουμε και εμείς από σήμερα. Ας προσηλωθούμε στην ιστορία και την παράδοση του γένους μας μέσα από το σχολείο και την εκκλησία, μέσα από την παιδεία όπου βασική επιδίωξη της είναι η σωτηρία και το κάλλος των θείων πραγμάτων, που μόνο με το νου συλλαμβάνονται και που στόχος της είναι η ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από την ομορφιά, τον έρωτα για τα θεία πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο και που μόνο ο ανθρώπινος νους κατορθώνει.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

"Βίος και απολυτίκιο του Μεγάλου Βασιλείου, Επισκόπου Καισαρείας, του οποίου η Εκκλησίας μας εορτάζει την μνήμη τη 1 Ιανουαρίου"





Ο Μέγας Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας (329-379 μ.Χ.)
«…τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»
Με τη φράση αυτή, το απολυτίκιο, απόλυτα επιτυχημένα, τονίζει την κοινωνική προσφορά του Αγίου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 329 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από τα 4 αγόρια τα 3 έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η Μακρίνα, έγινε μοναχή.
Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από τη Καππαδοκία, αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες - καθοριστικής σημασίας - πνευματικές βάσεις του Αγίου.
Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική πνευματική ανοδική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του. Και το σπουδαιότερο, κατακτά τη θεία θεωρεία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.
Μετά τις πρώτες του σπουδές στην Καισάρεια και κατόπιν στο Βυζάντιο, επισκέφθηκε, νεαρός ακόμα, την Αθήνα, όπου επί τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική. Από την Αθήνα επέστρεψε στη Καισάρεια και επιδόθηκε στη δικηγορία και στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης.
Αποφάσισε όμως, να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και γι αυτό πήγε στα κέντρα του ασκητισμού, για να διδαχθεί τα της μοναχικής πολιτείας στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία. Όταν επέστρεψε, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, αφού έγινε μοναχός, και ασκήθηκε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357-362 μ.Χ.).
Ήδη τέλεια καταρτισμένος στην Ορθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να τον ανεβάσει στο θρόνο της αρχιερωσύνης, διαδεχόμενος τον Ευσέβιο στην επισκοπή της Καισαρείας (370 μ.Χ.).
Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα, ως αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την Ορθόδοξη Πίστη. Με τους ορθόδοξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα φρονήματα των κακοδόξων. Στους αγώνες του κατά του Αρειανισμού αναδείχτηκε αδαμάντινος, ούτε οι βασιλικές κολακείες του Ουάλεντα (364-378 μ.Χ.), που πήγε αυτοπροσώπως στην Καισάρεια για να τον μετατρέψει στον Αρειανισμό, ούτε οι απειλές του Μοδέστου μπόρεσαν να κάμψουν το ορθόδοξο φρόνημα του Αγίου. Υπεράσπισε με θάρρος την Ορθοδοξία, καταπλήσσοντας τον βασιλιά και τους Αρειανούς. Ακόμα, αγωνίστηκε κατά της ηθικής σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στο μοναχισμό.
Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής. Ήταν μια «νέα πόλη» έξω από τη Καισάρεια και περιελάμβανε πτωχοτροφείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Τα κυριότερα έργα του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, πολλές και διάφορες άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές. Εκτός των άλλων έργων του, έγραψε και τη Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση αυτής της συντομότερης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής κράσεώς του και της αυστηρής ασκητικής ζωής του (ορισμένες πηγές λένε από βαριά αρρώστια του ύπατος ή των νεφρών), την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ., εγκαταλείπει το φθαρτό και μάταιο αυτό κόσμο, αφήνοντας παρακαταθήκη και ιερή κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 1 Ιανουαρίου.
Απολυτίκιο, Ήχος α΄
«Εις πάσαν τήν γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένην τόν λόγον σου• δι ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, τήν φύσιν των όντων ετράνωσας, τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσθαι ημίν το μέγα έλεος.»